Ο Ντόναλντ Τραμπ ισχυρίστηκε πως κατάφερε να «καταστρέψει» το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, υποστηρίζοντας πως κέρδισε τον λεγόμενο «πόλεμο των 12 ημερών», όπως τον βάφτισε ο ίδιος ο Αμερικανός πρόεδρος. Ωστόσο, η μονομερής ανακοίνωση «εκεχειρίας» από τον πρόεδρο των ΗΠΑ και τα γεγονότα πριν και μετά από αυτή, φανερώνουν την αποτυχία της αμερικανοσιωνιστικής επίθεσης να πετύχει τους διακηρυγμένους στόχους της.
Στην πλατεία Αζαντί και Ενκελάμπ της Τεχεράνης, πολλές χιλιάδες Ιρανοί και Ιρανές γιόρτασαν τη «νίκη απένταντι στην αμερικανοσιωνιστή επίθεση». Αντίστοιχες, διαδηλώσεις έγιναν στη Βασόρα του νότιου Ιράκ. Οι Ανσάρ Αλλάχ (γνωστοί ως Χούθι) της Υεμένης συνεχάρησαν το Ιράν για τη νίκη του, όπως και οι οργανώσεις της παλαιστινιακής αντίστασης. Ανάμεσα στις τελευταίες, το μαρξιστικό Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PFLP) έκανε λόγο για «άνευ προηγουμένου από το 48» ιρανικα χτυπήματα στο Τελ Αβίβ και μίλησε για «ενίσχυση της βαθιάς συμμαχίας μεταξύ των αντιστασιακών δυνάμεων που εκτείνονται από την Τεχεράνη στη Γάζα, τη Βηρυτό, τη Βαγδάτη και τη Σαναά».
Την ίδια βδομάδα, ο επικεφαλής της Οργάνωσης Ατομικής Ενέργειας του Ιράν (AEOI), Mohammad Eslami, ανακοίνωσε πως οι πυρηνικές δραστηριότητες του Ιράν θα συνεχιστούν χωρίς διακοπή και λίγες ημέρες αργότερα το ιρανικό κοινοβούλιο ενέκρινε νομοσχέδιο για αναστολή συνεργασίας με τη Διεθνή Υπηρεσία Ατομικής Ενέργειας (ΔΟΑΕ), ο οποίος κατηγορείται από την Τεχεράνη για «έλλειψη ουδετερότητας», καθώς η αρχική του «εκτίμηση» για τα πυρηνικά του Ιράν, χρησιμοποιήθηκε ως πρόσχημα για την επίθεση εναντίον της χώρας, την οποία ο οργανισμός απέτυχε να καταδικάσει ανοιχτά, σύμφωνα με την ιρανική πλευρά. Όλα τα παραπάνω δεν μοιάζουν με μια «νίκη» των Ηνωμένων Πολιτειών, για την οποία μιλάει ο Τραμπ.
Ποτέ δεν ήταν τα «πυρηνικά»
Η επίθεση κατά του Ιράν ξεκίνησε με αφορμή το λεγόμενο «πυρηνικό όπλο» που υποτίθεται ετοίμαζε η Τεχεράνη, παρά το γεγονός πως η επικεφαλής της CIA που διόρισε ο ίδιος ο Τραμπ, Τούλσι Γκάμπαρντ, κατέθεσε ενώπιον της Επιτροπής Πληροφοριών της Γερουσίας των ΗΠΑ ότι οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες εξακολουθούν να εκτιμούν ότι «το Ιράν δεν κατασκευάζει πυρηνικά όπλα». Άλλωστε, υπάρχει φετβά (διαταγή) του Ανώτατου Ηγέτη του Ιράν, Αλί Χαμενεϊ, από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, που απαγορεύει την κατασκευή πυρηνικού όπλου. Η πυρηνική ενέργεια είναι ένας τρόπος το Ιράν να αντιμετωπίσει τα σκληρά (και παράνομα) οικονομικά μέτρα εναντίον του – τις «κυρώσεις» που επέβαλλαν οι ΗΠΑ.
Πολλοί θυμήθηκαν ότι ΗΠΑ επικαλέστηκαν τα υποτιθέμενα «όπλα μαζικής καταστροφής» του Σαντάμ Χουσείν (τον οποίο προηγούμένως είχαν στηρίξει κατά του Ιράν) ώστε να εισβάλουν στο Ιράκ, τα οποία δεν βρέθηκαν ποτέ. Το θέμα για τις Ηνωμένες Πολιτείες ποτέ δεν ήταν η αποτροπή πυρηνικού ή γενικότερα «μη συμβατικού» πολέμου στην περιοχή της Δ. Ασίας. Άλλωστε, το Τελ Αβίβ είναι κοινό μυστικό πως διαθέτει πυρηνικά όπλα και μάλιστα προσφέρθηκε να πουλήσει μερικά στο απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική κατά τη διάρκεια του αντιαποικιακού αγώνα – τα απαρτχάιντ, αλληλοστηρίζονταν. Επιπλέον, το Ιράν ξεκίνησε το πυρηνικό του πρόγραμμα επί της μοναρχίας του Σάχη Μοχάμεντ Ρεζά Παχλεβί, με την υποστήριξη μάλιστα των Ηνωμένων Πολιτειών και της Δυτικής Ευρώπης.
Άρα το πρόβλημα για τις ΗΠΑ δεν είναι το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα αυτό καθαυτό, αλλά το πολιτικό σύστημα, το «καθεστώς» όπως λένε, του Ιράν. Η χώρα υπολογίζεται ότι διαθέτει 158 δισεκατομμύρια βαρέλια συμβατικών αποθεμάτων πετρελαίου, τα τέταρτα μεγαλύτερα στον κόσμο, που μετά την ανανάλυψή τους πέρασαν στον έλεγχο της βρετανικής Anglo-Persian Oil Company (APOC). Ο ορυκτός πλούτος του Ιράν κρατικοποιήθηκε από την κυβέρνηση του Μοσαντέκ, ο οποίος ανατράπηκε με ένα αγγλοαμερικανικό πραξικόπημα το 1953, οπότε ξαναέπεσε στα χέρια των ξένων. Μετά το ξέσπασμα της ιρανικής επανάστασης του 1979 ο πλούτος αυτός κρατικοποιήθηκε.
Η Ισλαμική Επανάσταση διακήρυξε ένα αντιιμπεριαλιστικό, αντισιωνιστικό σχέδιο, όχι μόνο για το Ιράν, για ολόκληρη την περιοχής της Δ. Ασίας, σχηματίζοντας το λεγόμενο «Μέτωπο της Αντίστασης». Όπως ανέφεραν, οι ίδιες παλαιστινιακές οργανώσεις σε κοινή τους ανακοίνωση, το Ιράν στοχοποιήθηκε εξαιτίας της αλληλεγγύης του στην Παλαιστίνη – όπως είχε γίνει προηγουμένως με την Χεζμπολάχ. Ο Wesley Clark, πρώην ανώτατος διοικητής του ΝΑΤΟ, αποκάλυψε το 2003 ότι ο Λευκός Οίκος είχε καταρτίσει ένα πενταετές σχέδιο μετά τα χτυπήματα της 11ης Σεπτεμβρίου για να επιτεθεί σε επτά πλειοψηφικά μουσουλμανικές χώρες και συγκεκριμένα στο Ιράκ, τη Συρία, τον Λιβάνο, τη Λιβύη, τη Σομαλία, το Σουδάν και, στο τέλος, το Ιράν. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς τους, αν «πέσει» το Ιράν θα επιτευχθεί θανατηφόρο πλήγμα στο Μέτωπο της Αντίστασης και ένα βήμα προς την κατάκτηση της Δ. Ασίας.
Οι στόχοι της επίθεσης απέτυχαν
Όταν ξεκίνησε η επίθεση κατά του Ιράν ο Νετανιάχου έκανε ένα κάλεσμα για «αλλαγή καθεστώτος». Ο σχεδιασμός πρόκλησης μιας «έγχρωμης επανάστασης», που θα μπορούσε να οδηγήσει σε κοινωνικό εμφύλιο ή ακόμα και εθνοτικές συγκρούσεις απέτυχε, παρά το γεγονός πως υπήρξαν ομάδες που εκμεταλλεύτηκαν την κατάσταση, καλώντας τον λαό να στραφεί κατά του ιρανικού πολιτικού συστήματος. Ή μάλλον είχε τα αντίθετα αποτελέσματα. Πολλές χιλιάδες άνδρες, γυναίκες με τσαντόρ, χιτζάμπ ή χωρίς, ηλικιωμένοι και νέοι βγήκαν δρόμους ζητώντας «εκδίκηση».
Ο Νετανιάχου έβαλε στη συζήτηση το σχεδιασμό να δολοφονήσει τον ανώτατο ηγέτη του Ιράν, Αλί Χαμενεΐ. Ο Τραμπ απείλησε πως οι ΗΠΑ ήξεραν που βρίσκοταν ο Χαμενεΐ, αλλά δεν θα τον σκότωναν «ακόμα», παρά το γεγονός πως ο Αμερικανός πρόεδρος σήμερα υποστηρίζει πως εκείνος έσωσε τον Ιρανό πολιτικόθρησκευτικό ηγέτη – κάτι που διαψεύδεται από το Τελ Αβίβ. Η υπόθεση πως το ιρανικό πολιτικό σύστημα θα κατέρρεε με τη δολοφονία του Χαμεϊνί, δεν ήταν επίσης καθόλου βέβαιη. Οι επι σειρά δεκαετιών δολοφονίες των ηγετών του παλαιστινιακού αγώνα και η πρόσφατη δολοφονία του ιστορικού ηγέτη της Χεζμπολάχ, Χασάν Νασράλα, αναπαράγουν το ίδιο αποτυχημένο μοτίβο, που ξεχνά πως τα πολιτικά κινήματα και τα πολιτικά συστήματα της περιοχής έχουν ιστορικές και λαϊκές ρίζες και δομές εξουσίας, που δυναμώνουν με κάθε εξωτερική επίθεση εναντίον τους. Με άλλα λόγια είναι πιθανό η δολοφονία του Χαμεϊνί να έφερνε αντίθετο αποτέλεσμα από την προσδοκώμενη εσωτερική κατάρρευση του Ιράν.
Επιπλέον, η προσπάθεια του αμερικανοσιωνιστικού λόμπι να εισέλθουν οι ΗΠΑ σε μια απευθείας σύγκρουση με το Ιράν αποτελεί από μόνη της μια μαρτυρία αποτυχίας του Τελ Αβίβ να επιτύχει τους στόχους του, συμπεριλαμβανομένων των στρατιωτικών. Με άλλα λόγια, αν ο Νετανιάχου έκρινε πως επίκειται πολιτική ανατροπή ή συντριπτική στρατιωτική νίκη κατά του Ιράν, δεν θα προσέτρεχε στον «μπαμπά» Τραμπ, όπως αποκάλεσε δουλοπρεπώς ο γ.γ. του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε, τον Αμερικανό πρόεδρο στην πρόσφατη σύνοδο της συμμαχίας. Σε στρατιωτικό επίπεδο, οι ΗΠΑ συμμετείχαν βέβαια ήδη στη σύγκρουση, τουλάχιστον εμμέσως. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι ο μεγαλύτερος προμηθευτής στρατιωτικού εξοπλισμού στο Τελ Αβίβ, αντιπροσωπεύοντας περίπου το 69% των σημαντικότερων εισαγωγών συμβατικών όπλων του Ισραήλ μεταξύ 2019 και 2023. Ο «Σιδερένιος Θόλος», το διαβόητο σύστημα αεράμυνας του Τελ Αβίβ που έχει δημιουργηθεί σε συμπαραγωγή με τις ΗΠΑ, δεν μπόρεσε να σταματήσει το μπαράζ πυραυλικών χτυπημάτων που δύναται το Ιράν να πραγματοποιήσει λόγω της ικανότητάς του να παράγει μαζικά τέτοια όπλα.
Φυσικά το Ιράν δέχτηκε σημαντικά πλήγματα στο έδαφος, εξαιτίας των αδυναμιών του στην αεράμυνα, των απωλειών που υπέστη περιφερειακά από τον πόλεμο του Τελ Αβίβ κατά της Χεζμπολάχ στον Λίβανο και της ανατροπής της συριακής κυβέρνησης – οι «συμπεριληπτικοί τζιχαντιστές» άνοιξαν τον εναέριο χώρο τους στα αεροσκάση που επιτέθηκαν στην Τεχεράνη, όπως τα υπόλοιπα συνεργαζόμενα με τη Δύση αραβικά καθεστώτα. Το αποτέλεσμα ήταν η καταστροφή ενός σημαντικού αριθμού εκτοξευτών πυραύλων. Ωστόσο, το Ιράν διαθέτει σημαντική ικανότητα αναπλήρωσης σε λίγες εβδομάδες. Επίσης, δολοφονήθηκαν στρατιωτικά στελέχη, αλλά και άμαχοι επιστήμονες που σχετίζονταν με το πυρηνικό πρόγραμμα. Ωστόσο, το Ιράν έχει «υπεροπλία» ανθρώπινου δυναμικού: στρατιωτικού, επιστημονικού και συνολικά δημογραφικού. Από το 2010, πολλοί Ιρανοί πυρηνικοί επιστήμονες έχουν σκοτωθεί σε δολοφονίες που συνδέονται με το εξωτερικό, αλλά αυτό δεν τερμάτισε το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Ο ιδεολογικός παράγοντας παίζει επίσης ένα πολύ σημαντικό ρόλο: η λεγόμενη «ιδεολογία της αντίστασης», αλλά και συγκεκριμένα το σιιτικό ισλάμ, έχει πολύ έντονο το στοιχείο του μαρτυρίου. Η θέληση των Ιρανών να αντισταθούν, ακόμα και μέχρι θανάτου, στην εξωτερική επίθεση δεν έχει ανάλογο εποικιστική ιδεολογία του σιωνισμού, όπου ισχύει το ακριβώς αντίθετο. Όταν ένας πύραυλος πέφτει στο Ιράν προκαλεί οργή και διαδηλώσεις για αντίποινα, αλλά κάθε πύραυλος που πέφτει στο Τελ Αβιβ χτυπάει ταυτόχρονα τη σιωνιστική ιδέα ότι η κατοχή της Παλαιστίνης θα δημιουργούσε μια «ασφαλή εβραϊκή πατρίδα».
Διχασμός στις ΗΠΑ
Ο νεός πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, εκλέχθηκε με μια ατζέντα που υποστήριζε την απόσυρση του αμερικανικού ιμπεριαλισμού από τις άμεσες ξένες επεμβάσεις. Αυτό δεν είναι μια προσωπική ιδιοτροπία του Αμερικανού προέδρου και βέβαια δεν κάποιος «πασιφισμός». H «στροφή προς την Ασία», που υιοθετήθηκε για πρώτη φορά από την κυβέρνηση Ομπάμα, κωδικοποιεί την απόσυρση των ΗΠΑ από τους αποτυχημένους «πολέμους κατά της τρομοκρατίας», μετατοπίζοντας την εστίαση από τη Δ. Ασία και την Ευρώπη προς την περιοχή Ασίας-Ειρηνικού, ιδίως την Ανατολική Ασία, όπου αναδύεται ο στρατηγικός αντίπαλος των ΗΠΑ: η Κίνα. Η προηγούμενη διακυβέρνηση των Δημοκρατικών απέτυχε να υλοποιήσει αυτό το πρόγραμμα, αρχικά επί της προεδρίας του ίδιου του Ομπάμα, όπου οι εξωτερικές επεμβάσεις κλιμακώθηκαν, και στη συνέχεια επί Μπάιντεν, όπου παρά την ταπεινωτική απόσυρση από το Αφγανιστάν, εντούτοις το λόμπι των πολυεθνικών της ενέργειας (Big Oil) έσυρε τις ΗΠΑ σε έναν πόλεμο δια αντιπροσώπων στην Ουκρανία. Σύμφωνα με τις «δεξαμενές σκέψεις», που δικαιολόγησαν αυτόν τον πόλεμο, η αντιπαράθεση με την Κίνα δεν θα πρέπει να σημαίνει αναγκαστικά απόσυρση από την Ευρώπη, αλλά χτυπώντας τη Μόσχα θα αποδυνάμωναν το Πεκίνο. Σήμερα, είναι πλέον σαφές πως αυτό το σχέδιο απέτυχε.
Το λεγόμενο κίνημα «MAGA» (Make America Great Again) έφερε τον Τραμπ στη διακυβέρνηση, όχι για να συνεχίζει τον πόλεμο στην Ουκρανία, αλλά για να διαχειριστεί την ήττα στο μέτωπο, και φυσικά ούτε για να ανοίξει έναν νέο πόλεμο στη Δ. Ασία. Τον εξέλεξε για να αναζωογονήσει την καταρρέουσα οικονομία των ΗΠΑ, ώστε να μπορούν να ανταγωνιστούν στο μέλλον την Κίνα. Όπως έχουμε ξαναγράψει, ο νέος μονροϊσμός του Τραμπ δεν είναι καθόλου «ειρηνικός», αλλά ένας «πολεμικός καπιταλισμός», που σημαίνει περισσότερη εκμετάλλευση του εργαζομένων στις ΗΠΑ, ιδίως της φυλετικοποιημένης εργασίας, των γυναικών και των μεταναστών και ωμότερη επέμβαση στην «πίσω αυλή» των ΗΠΑ, ώστε να προετοιμάσει την αντιπαράθεση με την Κίνα. Οι «συμφωνίες του Αβράαμ», οι οποίες προέβλεπαν την κανονικοποίηση των σχέσεων του εποικιστικού σχεδίου με τις αραβικές πετροπετρομοναρχίες του Κόλπου και προωθήθηκαν από την προηγούμενη κυβέρνηση του Τραμπ, θα επέτρεπάν στις ΗΠΑ να διαφύγουν από τη Δ. Ασία, διαγράφοντας την παλαιστινιακή υπόθεση. Επιπλέον, θα εξαγόραζαν τη Σαουδική Αραβία, έναν παραδοσιακό συμμαχο των ΗΠΑ, που πλέον συμμετέχει στις BRICS, ώστε να μην συμβάλει στην πορεία της αποδολαριοποίησης και του πολυπολισμού. Όλα αυτά αναβλήθηκαν μετά την 7η Οκτωβρίου.
Πλέον, οι ΗΠΑ και εν προκειμένω η τωρινή αμερικανική κυβέρνηση, πρέπει να επιλέψει αν θα υποστηρίξει μέχρι τέλους, ακόμα και με άμεση στρατιωτική εμπλοκή, τη λευκή σιωνιστική αποικία στη Δ. Ασία, όπως απαιτεί το ακραίο αμερικανοσιωνιστικό λόμπι και οι ευαγγελικοί ιεροκύρηκες του σιωνισμού που ψήφισαν τον Τράμπ. Αυτό, όμως, ενέχει τον κίνδυνο μετατροπής της περιοχής σε «βάλτο» που θα κρατήσει τα επόμενα χρόνια τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό από τη διαφυγή του στην Άπω Ανατολή. Ή αν θα ακούσει την εκλογική βάση και τους θεωρητικούς του «MAGA». Η αντιπαράθεση στο εσωτερικό της αμερικανικής κυβέρνησης είναι έκδηλη.
Ο Τάκερ Κάρλσον, για παράδειγμα, είναι δημοσιογράφος και οπαδός του «MAGA», ενώ δεν χαρακτηρίζεται καθόλου από αντισιωνιστικές ή φιλοπαλαιστινιακές απόψεις. Κάθε άλλο. Ωστόσο, εξέθεσε σε συνέντευξη τον ακραίο σιωνιστή γερουσιαστή Τεντ Κρουζ, ο οποίος δεν γνώριζε καν τον πληθυσμό του Ιράν, αλλά ήθελε οι ΗΠΑ να μπουν σε πόλεμο κατά της χώρας. Ο ίδιος σε μια ανάρτησή του δημοσίευσε τα ονόματα όσων προωθούσαν την ιδέα του αμερικανικού βομβαρδισμού του Ιράν, προωθώντας τα συμφέροντα του αμερικανοσιωνιστικού λόμπι. Ο ακροδεξιός Στιβ Μπάνον, προπαγανδιστής του «MAGA», μιλάει επίσης κατά της άμεσης εμπλοκής των ΗΠΑ: «Πιστεύω ακράδαντα στο Ισραήλ. Ήμασταν μαζί τους στη Γάζα. Στα δεξιά μέσα ενημέρωσης, δεν αμφισβητείται καν ότι είμαστε οι μεγαλύτεροι υποστηρικτές του Ισραήλ και είμαι περήφανος γι’ αυτό. Αγαπώ το Ισραήλ και τον εβραϊκό λαό. Δεν έχω πει ποτέ μου τίποτα για τον Νετανιάχου που κάνει ό,τι κάνει για τη χώρα του. Αλλά λέω “Πρώτα η Αμερική”».
Όπως φαίνεται, αντί για την προσδοκώμενη αντιπαράθεση στο εσωτερικό Ιράν, προέκυψε αντιπαράθεση εντός της αμερικανικής κυβέρνησης, κάτι που εξηγεί τις παλινωδίες του Ντόναλντ Τραμπ. Ο Αμερικάνος πρόεδρος διέταξε τελικά τον βομβαρδισμό των πυρηνικών εγκαταστάσεων του Ιράν, ισχυριζόμενος πλέον ότι τις κατέστρεψε. Όμως, το αμερικανικό Πεντάγωνο τον διαψεύδει ως προς τις επιπτώσεις των επιθέσεων. Το Ιράν απάντησε με επιθέσεις στις αμερικανικές βάσεις σε Ιράκ και Κατάρ, αφού πρώτα ενημέρωσε τις κυβερνήσεις του. Το μήνυμα του Ιράν ήταν διπλό: προειδοποιεί τις ΗΠΑ ότι δεν θέλει να κλιμακώσει, αλλά δεν θα διστάσει να υπερασπιστεί τον εαυτό του αν υπάρξει άμεση σύγκρουση. Επίσης, θυμίζει στις αραβικές κυβερνήσεις ότι πρέπει να αναλάβουν τις ευθύνες τους. Αν ισχύουν τα παραπάνω, τότε το αμερικανικό χτύπημα ήταν παράνομο μεν, συμβολικό δε, αφού προσέφερε στο λόμπι μια άμεση συμμετοχή των ΗΠΑ στον πόλεμο, ακολουθούμενη όμως από μια «εκεχειρία», όπως ζητούσαν οι MAGA. Παρ’όλα αυτά, η ισορροπία στην εσωτερική αντίθεση στον Λευκό Οίκο είναι δύσκολο να κρατηθεί.
Πώς η Ρωσία και η Κίνα «έβαλαν πλάτη» στο Ιράν
Η Ρωσία και η Κίνα τάχθηκαν εξαρχής διπλωματικά στο πλευρό του Ιράν, καταδικάζοντας την επίθεση εναντίον του και προειδοποιώντας την Ουάσιγκτον ότι η περαιτέρω κλιμάκωση θα ανοίξει τους «ασκούς του Αιόλου». Πέρα από τα λόγια, οι δύο χώρες φαίνεται πως έβαλαν το διπλωματικό τους κεφάλαιο στο πλευρό του Ιράν, ώστε να βγει καταδικαστική απόφαση από τις BRICS+, στις οποίες βέβαια η Τεχεράνη είναι πλεόν μέλος, αλλά η επίτευξη κοινού ανακοινωθέντος δεν ήταν καθόλου δεδομένη. Μην ξεχνάμε πως πρόκειται για μια πλατφόρμα που προωθεί την οικονομική πολυμέρεια, αλλά όχι για κάποια ενιαία πολιτικοστρατιωτική συμμαχία. Άλλωστε, η Ινδία – ο μεγαλύτερος αγοραστής όπλων από το Τελ Αβίβ – είχε διαχωρίσει νωρίτερα τη θέση της από το σκληρότερης γλώσσας κοινό ανακοινωθέν του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης (SCO).
Η Ρωσία ώθησε τον Οργανισμό της Συνθήκης Συλλογικής Ασφάλειας (CSTO), που πράγματι είναι πολιτικοστρατιωτικό μπλοκ, να καταδικάσει την επιθετικότητα κατά του Ιράν. Ο Ρώσος πρόεδρος σε πρωτοφανή δήλωση είπε πως το Ιράν και η Ρωσία πολεμούν «τους ίδιους που βρίσκονται στα παρασκήνια» σε μια έμμεση συμμμετοχή στην υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών στη σύγκρουση στην Ουκρανία και την Παλαιστίνη. Βεβαίως, το Ιράν γνωρίζει πως η Ρωσία αντιμετωπίζει τον πόλεμο δια αντιπροσώπων του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία και η Κίνα ετοιμάζεται για μια ενδεχόμενη σύγκρουση στη Σινική Θάλασσα. Η ανατροπή στη Συρία έδειξε πως η Ρωσία δεν μπορεί να εμπλακεί ενεργητικότερα στη Δ. Ασία, όσο διαρκεί ο πόλεμος στην Ουκρανία. Η δε Κίνα προτάσσει την ειρηνική διευθέτηση των διαφορών. Η διάλυση των παγκόσμιων δρόμων του εμπορίου από το ξέσπασμα πολέμων διαταράξει την οικονομική διασύνδεση που επιχειρεί μέσω της πρωτοβουλίας «Ζώνη και Δρόμος», που είναι κλειδί για να συνεχίσει να αναπτύσσεται. Ωστόσο, φαίνεται σε κάποιο βαθμό να αντιλαμβάνονται σταδιακά και με τον βίαιο τρόπο, πως η ήττα του ενός από τις Ηνωμένες Πολιτείες είναι ήττα και για τον άλλο.
Την ίδια ημέρα που πραγματοποιήθηκαν τα ιρανικά αντίποινα στις αμερικανικές βάσεις, ο Ιρανός υπουργός Εξωτερικών, Αμπάς Αραχτσί, βρέθηκε στη Μόσχα. Σύμφωνα με τις Tehran Times, ο Ιρανός υπΕΞ «τόνισε τις συνεχιζόμενες στενές διαβουλεύσεις του Ιράν με τη Ρωσία, ιδίως σε θέματα πυρηνικών, όπου η Μόσχα έχει αποδειχθεί ισχυρός σύμμαχος. Αναγνώρισε τον κρίσιμο ρόλο της Ρωσίας σε προηγούμενες διαπραγματεύσεις και την ακλόνητη υποστήριξή της εν μέσω κλιμακούμενων εντάσεων που προκαλούνται από τις απερίσκεπτες ενέργειες του ισραηλινού καθεστώτος και των ΗΠΑ». Έχει αξία επίσης το γεγονός πως ο Λαβρόφ υποστήριξε τις καταγγελίες του Ιράν για την προκατάληψη του ΔΟΑΕ. Άλλωστε και η Μόσχα έχει προηγούμενα με την υπηρεσία, την οποία έχει κατηγορήσει για μεροληψία υπέρ της Ουκρανίας. Ως αποτέλεσμα της κρίσης μεταξύ Ιράν και ΔΟΑΕ, η χώρα ανέστειλε τη συνεργασία με την υπηρεσία. Η Ρωσία, βέβαια, συστήνει στο σύμμαχό της να επιστρέψει στη συνεργασία με το ΔΟΑΕ, αλλά δεν ξεχνάει να τονίσει ότι υπεύθυνοι για αυτή την απόφαση είναι αυτοί που επιτέθηκαν στο Ιράν και όχι το ίδιο. Παράλληλα, η Μόσχα συμφώνησε για την κατασκευή τουλάχιστον οκτώ πυρηνικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής στο Ιράν.
Tο Ιράν και τη Ρωσία επικύρωσαν μια 20ετή στρατηγική συμφωνία που περιλαμβάνει αμοιβαία στρατιωτική υποστήριξη μέσω ανταλλαγής τεχνογνωσίας και τεχνολογίας, κοινές στρατιωτικές ασκήσεις σε ξηρά, θάλασσα και αέρα, συνεργασία στρατιωτικών βιομηχανιών για ανάπτυξη και προμήθεια εξοπλισμών, εκπαίδευση προσωπικού σε στρατιωτικές σχολές και ακαδημίες, διευκόλυνση πρόσβασης σε λιμάνια και βάσεις, κυρίως ιρανικά για ρωσικά πλοία, συνεργασία των μυστικών υπηρεσιών πληροφοριών (τομέας που το Ιράν αποδείχτηκε τρωτό, όπως απέδειξε η εξαρθρωση δικτύων της Μοσάντ), διαμοιρασμό ευαίσθητων δεδομένων ασφαλείας με στόχο την περιφερειακή σταθερότητα, συνεργασία στην παραγωγή αμυντικών τεχνολογιών και drones, ανάπτυξη συστήματος επιτήρησης και κυβερνοάμυνας, μεταφορά τεχνογνωσίας σε κρίσιμους τομείς (π.χ. ηλεκτρονικά, ραντάρ, δορυφόροι), συντονισμό στον OPEC+, συνεργασία για κατασκευή πυρηνικών εγκαταστάσεων στο Ιράν (με ρωσική τεχνική συνδρομή), κοινή ανάπτυξη υποδομών φυσικού αερίου και πετρελαίου, συναλλαγές σε εθνικά νομίσματα (παρακάμπτοντας το δολάριο) κα.
Επιπλέον, ο υπουργός Άμυνας του Ιράν εξέφραφε την ευγνωμοσύνη του για τη στάση της Κίνας κατά σύνοδο του SCO στη Τσινγκντάο. Οι δύο χώρες έχουν προχωρήσει σε συμφωνία 25ετούς στρατηγικής συνεργασίας και το Ιράν εξάγει πάνω από το 80% του πετρελαίου του προς την Κίνα, που είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός του εταίρος. Το ιρανικό κοινοβούλιο ψήφισε 22 Ιουνίου το κλείσιμο των Στενών του Ορμούζ. Τρεις ημέρες μετά έγινε το ταξίδι του Ιρανού υπΕξ στη Τσινγκντάο, όπου οι δύο πλευρές επιβεβαίωσαν την αλληλοϋποστήριξή τους. Στις 2 Ιουλίου ο πρόεδρος του Ιράν επικύρωσε το κλείσιμο των Στενών. Η Κίνα βασίζεται στα Στενά για το 40% των εισαγωγών της σε πετρέλαιο και έχει επανειλημμένα ταχθεί ενάντια σε στρατιωτικές ενέργειες που απειλούν την παγκόσμια ναυσιπλοΐα. Είναι πολύ δύσκολο η προειδοποιήση και τελικά το ενδεχόμενο κλείσιμο των Στενών του Ορμούζ από το Ιράν να μην λαμβάνουν υπόψη τα συμφέροντα του Πεκίνου και να μην βασίζονται στη σιωπηρή ανοχή του. Άλλωστε, υπάρχει και το παράδειγμα της Ερυθράς Θάλασσας, όπου οι Ανσάρ Αλλάχ της Υεμένης (γνωστοί ως Χούθι) έχουν συμφωνήσει με την Κίνα και τη Ρωσία να μην στοχεύουν τα πλοία τους.
Επιπλέον, το ιρανικό PressTv γράφει πως με τη νέα σιδηροδρομική γραμμής Ιράν-Κίνας, η Τεχεράνη θα μπορεί να εξάγει πετρέλαιο και να εισάγει αγαθά από την Κίνα, εάν διαταραχθεί το θαλάσσιο εμπόριο, μακριά από οποιαδήποτε αμερικανική στρατιωτική παρουσία. Όπως χαρακτηριστικά γράφει το ιρανικό ΜΜΕ, αν και το 90% των εξαγωγών του Ιράν προς την Κίνα είναι προϊόντα με βάση το πετρέλαιο ή τις εξορύξεις, τα οποία μεταφέρονται πιο δύσκολα σιδηροδρομικώς, αυτός ο τρόπος μεταφοράς μειώνει τον χρόνο στο μισό. Η χερσαία οδός βοηθάει την Κίνα να αποφύγει επίσης το σημείο συμφόρησης του Πορθμού της Μαλάκα, από όπου διέρχεται ένα σημαντικό μέρος των εισαγωγών αργού πετρελαίου της Κίνας από τη Δυτική Ασία και την Αφρική, αλλά το κόστος μεταφοράς αυξήθηκε κατά 250% και η διαμετακόμιση έχει μειωθεί κατά 70%, λόγω του κλεισίματος της Ερυθράς Θάλασσας.
Με τις παραπάνω κινήσεις, οι δύο φιλικές χώρες έκαναν τη θέση του Ιράν ισχυρότερη, χωρίς βέβαια να εμπλακούν άμεσα στη σύγκρουση. Άλλωστε, το ίδιο το Ιράν κάνει σαφές με κάθε τρόπο πως διαθέτει δυνατότητες που δεν έχει ακόμα χρησιμοποιήσει, για να αντιπαρατεθεί με τους εχθρούς του.
Ένας «πόλεμος 12 ημερών»;
Ο χαρακτηρισμός «πόλεμος των 12 ημερών» χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τον ίδιο τον Ντόναλντ Τραμπ σε μια ακατάληπτη ανάρτηση, όπου ανακοίνωσε την «κατάπαυση του πυρός» μεταξύ Τελ Αβίβ και Τεχεράνης. Η αναφορά, η οποία υιοθετήθηκε από τα μέινστριμ ΜΜΕ, παρέπεμπε στον «πόλεμο των 6 ημερών» του ’67, που είχε λήξει με τη νίκη του ισραηλινού στρατού επί των αραβικών στρατών από την Αίγυπτο, την Ιορδανία, τη Συρία, το Ιράκ, τη Σαουδική Αραβία, το Κουβέιτ και την Αλγερία. Ήταν μια προπαγάνδα για να ισχυριστεί πως τώρα νίκησαν τον πόλεμο κατά του Ιράν. Η Τεχεράνη, ωστόσο, αναρωτιέται: «αφού ο εχθρός νίκησε, γιατί ανακοίνωσε μονομερώς εκεχειρία;». Μάλιστα, το Ιράν προειδοποιεί πως «θα παραμείνει με το δάκτυλο στη σκανδάλη», συνεχίζοντας το πυρηνικό του πρόγραμμα.
Τέλος, τα χρηματιστήρια ανέβηκαν μετά το χτύπημα του Ιράν στις αμερικανικές βάσεις, ερμηνεύοντας όπως φαίνεται την αντίδραση της Τεχεράνης ως ψύχραιμη και εκτονωτική της κρίσης. Αυτό σημαίνει, παράλληλα, πως παίρνουν στα σοβαρά τις στρατιωτικές δυνατότητες του Ιράν και τις προειδοποιήσεις για τα Στενά του Ορμούζ. Αυτό δεν μοιάζει με νίκη της Ουάσινγκτον, πόσω μάλλον αν συνυπολογίσουμε ότι αυτές οι δυνατότητες είναι στα χέρια ενός πολιτικού συστήματος, που όχι μόνο δεν ανατράπηκε, όπως επιθυμούσαν οι επιτιθέμενοι, αλλά εμφανίζεται ισχυρότερο και πιο αποφασισμένο να αντισταθεί.
Πηγή: thepressproject.gr
Την ίδια ημέρα που πραγματοποιήθηκαν τα ιρανικά αντίποινα στις αμερικανικές βάσεις, ο Ιρανός υπουργός Εξωτερικών, Αμπάς Αραχτσί, βρέθηκε στη Μόσχα. Σύμφωνα με τις Tehran Times, ο Ιρανός υπΕΞ «τόνισε τις συνεχιζόμενες στενές διαβουλεύσεις του Ιράν με τη Ρωσία, ιδίως σε θέματα πυρηνικών, όπου η Μόσχα έχει αποδειχθεί ισχυρός σύμμαχος. Αναγνώρισε τον κρίσιμο ρόλο της Ρωσίας σε προηγούμενες διαπραγματεύσεις και την ακλόνητη υποστήριξή της εν μέσω κλιμακούμενων εντάσεων που προκαλούνται από τις απερίσκεπτες ενέργειες του ισραηλινού καθεστώτος και των ΗΠΑ». Έχει αξία επίσης το γεγονός πως ο Λαβρόφ υποστήριξε τις καταγγελίες του Ιράν για την προκατάληψη του ΔΟΑΕ. Άλλωστε και η Μόσχα έχει προηγούμενα με την υπηρεσία, την οποία έχει κατηγορήσει για μεροληψία υπέρ της Ουκρανίας. Ως αποτέλεσμα της κρίσης μεταξύ Ιράν και ΔΟΑΕ, η χώρα ανέστειλε τη συνεργασία με την υπηρεσία. Η Ρωσία, βέβαια, συστήνει στο σύμμαχό της να επιστρέψει στη συνεργασία με το ΔΟΑΕ, αλλά δεν ξεχνάει να τονίσει ότι υπεύθυνοι για αυτή την απόφαση είναι αυτοί που επιτέθηκαν στο Ιράν και όχι το ίδιο. Παράλληλα, η Μόσχα συμφώνησε για την κατασκευή τουλάχιστον οκτώ πυρηνικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής στο Ιράν.
Tο Ιράν και τη Ρωσία επικύρωσαν μια 20ετή στρατηγική συμφωνία που περιλαμβάνει αμοιβαία στρατιωτική υποστήριξη μέσω ανταλλαγής τεχνογνωσίας και τεχνολογίας, κοινές στρατιωτικές ασκήσεις σε ξηρά, θάλασσα και αέρα, συνεργασία στρατιωτικών βιομηχανιών για ανάπτυξη και προμήθεια εξοπλισμών, εκπαίδευση προσωπικού σε στρατιωτικές σχολές και ακαδημίες, διευκόλυνση πρόσβασης σε λιμάνια και βάσεις, κυρίως ιρανικά για ρωσικά πλοία, συνεργασία των μυστικών υπηρεσιών πληροφοριών (τομέας που το Ιράν αποδείχτηκε τρωτό, όπως απέδειξε η εξαρθρωση δικτύων της Μοσάντ), διαμοιρασμό ευαίσθητων δεδομένων ασφαλείας με στόχο την περιφερειακή σταθερότητα, συνεργασία στην παραγωγή αμυντικών τεχνολογιών και drones, ανάπτυξη συστήματος επιτήρησης και κυβερνοάμυνας, μεταφορά τεχνογνωσίας σε κρίσιμους τομείς (π.χ. ηλεκτρονικά, ραντάρ, δορυφόροι), συντονισμό στον OPEC+, συνεργασία για κατασκευή πυρηνικών εγκαταστάσεων στο Ιράν (με ρωσική τεχνική συνδρομή), κοινή ανάπτυξη υποδομών φυσικού αερίου και πετρελαίου, συναλλαγές σε εθνικά νομίσματα (παρακάμπτοντας το δολάριο) κα.
Επιπλέον, ο υπουργός Άμυνας του Ιράν εξέφραφε την ευγνωμοσύνη του για τη στάση της Κίνας κατά σύνοδο του SCO στη Τσινγκντάο. Οι δύο χώρες έχουν προχωρήσει σε συμφωνία 25ετούς στρατηγικής συνεργασίας και το Ιράν εξάγει πάνω από το 80% του πετρελαίου του προς την Κίνα, που είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός του εταίρος. Το ιρανικό κοινοβούλιο ψήφισε 22 Ιουνίου το κλείσιμο των Στενών του Ορμούζ. Τρεις ημέρες μετά έγινε το ταξίδι του Ιρανού υπΕξ στη Τσινγκντάο, όπου οι δύο πλευρές επιβεβαίωσαν την αλληλοϋποστήριξή τους. Στις 2 Ιουλίου ο πρόεδρος του Ιράν επικύρωσε το κλείσιμο των Στενών. Η Κίνα βασίζεται στα Στενά για το 40% των εισαγωγών της σε πετρέλαιο και έχει επανειλημμένα ταχθεί ενάντια σε στρατιωτικές ενέργειες που απειλούν την παγκόσμια ναυσιπλοΐα. Είναι πολύ δύσκολο η προειδοποιήση και τελικά το ενδεχόμενο κλείσιμο των Στενών του Ορμούζ από το Ιράν να μην λαμβάνουν υπόψη τα συμφέροντα του Πεκίνου και να μην βασίζονται στη σιωπηρή ανοχή του. Άλλωστε, υπάρχει και το παράδειγμα της Ερυθράς Θάλασσας, όπου οι Ανσάρ Αλλάχ της Υεμένης (γνωστοί ως Χούθι) έχουν συμφωνήσει με την Κίνα και τη Ρωσία να μην στοχεύουν τα πλοία τους.
Επιπλέον, το ιρανικό PressTv γράφει πως με τη νέα σιδηροδρομική γραμμής Ιράν-Κίνας, η Τεχεράνη θα μπορεί να εξάγει πετρέλαιο και να εισάγει αγαθά από την Κίνα, εάν διαταραχθεί το θαλάσσιο εμπόριο, μακριά από οποιαδήποτε αμερικανική στρατιωτική παρουσία. Όπως χαρακτηριστικά γράφει το ιρανικό ΜΜΕ, αν και το 90% των εξαγωγών του Ιράν προς την Κίνα είναι προϊόντα με βάση το πετρέλαιο ή τις εξορύξεις, τα οποία μεταφέρονται πιο δύσκολα σιδηροδρομικώς, αυτός ο τρόπος μεταφοράς μειώνει τον χρόνο στο μισό. Η χερσαία οδός βοηθάει την Κίνα να αποφύγει επίσης το σημείο συμφόρησης του Πορθμού της Μαλάκα, από όπου διέρχεται ένα σημαντικό μέρος των εισαγωγών αργού πετρελαίου της Κίνας από τη Δυτική Ασία και την Αφρική, αλλά το κόστος μεταφοράς αυξήθηκε κατά 250% και η διαμετακόμιση έχει μειωθεί κατά 70%, λόγω του κλεισίματος της Ερυθράς Θάλασσας.
Με τις παραπάνω κινήσεις, οι δύο φιλικές χώρες έκαναν τη θέση του Ιράν ισχυρότερη, χωρίς βέβαια να εμπλακούν άμεσα στη σύγκρουση. Άλλωστε, το ίδιο το Ιράν κάνει σαφές με κάθε τρόπο πως διαθέτει δυνατότητες που δεν έχει ακόμα χρησιμοποιήσει, για να αντιπαρατεθεί με τους εχθρούς του.
Ένας «πόλεμος 12 ημερών»;
Ο χαρακτηρισμός «πόλεμος των 12 ημερών» χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τον ίδιο τον Ντόναλντ Τραμπ σε μια ακατάληπτη ανάρτηση, όπου ανακοίνωσε την «κατάπαυση του πυρός» μεταξύ Τελ Αβίβ και Τεχεράνης. Η αναφορά, η οποία υιοθετήθηκε από τα μέινστριμ ΜΜΕ, παρέπεμπε στον «πόλεμο των 6 ημερών» του ’67, που είχε λήξει με τη νίκη του ισραηλινού στρατού επί των αραβικών στρατών από την Αίγυπτο, την Ιορδανία, τη Συρία, το Ιράκ, τη Σαουδική Αραβία, το Κουβέιτ και την Αλγερία. Ήταν μια προπαγάνδα για να ισχυριστεί πως τώρα νίκησαν τον πόλεμο κατά του Ιράν. Η Τεχεράνη, ωστόσο, αναρωτιέται: «αφού ο εχθρός νίκησε, γιατί ανακοίνωσε μονομερώς εκεχειρία;». Μάλιστα, το Ιράν προειδοποιεί πως «θα παραμείνει με το δάκτυλο στη σκανδάλη», συνεχίζοντας το πυρηνικό του πρόγραμμα.
Τέλος, τα χρηματιστήρια ανέβηκαν μετά το χτύπημα του Ιράν στις αμερικανικές βάσεις, ερμηνεύοντας όπως φαίνεται την αντίδραση της Τεχεράνης ως ψύχραιμη και εκτονωτική της κρίσης. Αυτό σημαίνει, παράλληλα, πως παίρνουν στα σοβαρά τις στρατιωτικές δυνατότητες του Ιράν και τις προειδοποιήσεις για τα Στενά του Ορμούζ. Αυτό δεν μοιάζει με νίκη της Ουάσινγκτον, πόσω μάλλον αν συνυπολογίσουμε ότι αυτές οι δυνατότητες είναι στα χέρια ενός πολιτικού συστήματος, που όχι μόνο δεν ανατράπηκε, όπως επιθυμούσαν οι επιτιθέμενοι, αλλά εμφανίζεται ισχυρότερο και πιο αποφασισμένο να αντισταθεί.
Πηγή: thepressproject.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου