Η εικόνα του «Φραπέ» στη Βουλή απλώς υπογράμμισε ότι εάν κάποιος πρέπει να απολογηθεί είναι η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας
Του Λευτέρη Θ. Χαραλαμπόπουλου
Η ανεκδιήγητη παρουσία του Γιώργου Ξυλούρη, επονομαζόμενου και «Φραπέ» στις επισυνδέσεις των διωκτικών αρχών, στην εξεταστική επιτροπή της Βουλής, επιβεβαίωσε την εικόνα που είχε σχηματιστεί για τον τρόπο με τον οποίο όχι μόνο υπήρξε διασπάθιση επιδοτήσεων αλλά και ένα ευρύτερο φάσμα παραβατικών πρακτικών που στο τέλος του δρόμου δεν οδήγησε μόνο σε αγρότες με… Φεράρι και Πόρσε, αλλά και σε ένα συνολικότερο κίνδυνο, όπως ήδη αποδεικνύεται, για τις αγροτικές ενισχύσεις και αποζημιώσεις στη χώρα συνολικά.
Ακόμη χειρότερα, επιβεβαιώθηκε ότι η «γραμμή» των εμπλεκόμενων είναι ουσιαστικά η προσπάθεια συγκάλυψης και αποσιώπησης των πραγματικών γεγονότων και ευθυνών. Αυτό οδηγεί σε όλα αυτά τα «δεν ξέρω», «δεν άκουσα», «δεν θυμάμαι», ακόμη και όταν κάποιος ερωτάται για το που εργάζεται ο γιός του. Και φυσικά σε όλες τις δύσκολες στιγμές, επίκληση του «δικαιώματος στη σιωπή» (δικαίωμα που επί της ουσίας δεν έχει) που είναι ταυτόχρονα παραδοχή ενοχής (ή τουλάχιστον εμπλοκής) και προσπάθεια να μην έρθουν στο προσκήνιο οι πραγματικές ευθύνες.
Μόνο που εάν κάποιος πραγματικά επικαλείται όλον αυτόν τον καιρό το «δικαίωμα στη σιωπή», αυτός είναι η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας.
Και το κάνει από την πρώτη στιγμή που έγινε γνωστό το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ, μη διστάζοντας να ευτελίσει και να εργαλειοποιήσει θεσμούς και σημαντικές δημοκρατικές διαδικασίες.
Ένα σκάνδαλο που δεν ήρθε στο φως με δική της πρωτοβουλία. Ούτε ως αποτέλεσμα της δικής της προσπάθειας να υπάρχει διαφάνεια και να μην υπάρχουν φαινόμενα κακοδιαχείρισης. Πρωτίστως ήρθε στο φως από το σθένος υπαλλήλων που εντόπισαν τα προβλήματα και τη δουλειά της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.
Και με το που βγήκε στο φως η υπόθεση, η κυβέρνηση πάλι δεν ανέλαβε καμία ευθύνη. Χρησιμοποίησε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία σαν διαρκές απαλλακτικό βούλευμα (κάτι σαν την κάρτα «βγες από τη φυλακή» στη Μονόπολη) και απέρριψε τη συγκρότηση προανακριτικής επιτροπής. Ακόμη χειρότερα, υπερψήφισε μια εξεταστική που στον κυβερνητικό σχεδιασμό θα ήταν ένα μεγάλο «πλυντήριο», αφού θα εξέταζε «διαχρονικές ευθύνες» για να μη δοθεί καμία έμφαση στις δικές της.
Βεβαίως τα πράγματα δεν εξελίσσονται -ευτυχώς- και τόσο καλά για την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Γιατί πολύ απλά το σκάνδαλο είναι πολύ μεγάλο και πολύ χειροπιαστό. Και οι άνθρωποι που εμπλέκονται σε αυτό δεν ήταν απλώς κάποιοι «παραβατικοί», αλλά κομματικά στελέχη που μπαινόβγαιναν σε υπουργεία, ήταν σε συνεννόηση με υπουργούς και υλοποιούσαν ένα κομματικό σχέδιο.
Και αυτό αποτυπώθηκε και στον τόνο και στο ύφος του κ. Ξυλούρη, συνδαιτημόνα του πρωθυπουργού στην περίφημη φωτογραφία και κουμπάρου με την οικογένεια Μητσοτάκη: στην περιφρόνηση προς τη διαδικασία, τις απαντήσεις με άλλα να υποστηρίζει τη μία και άλλα την άλλη όταν φαίνονταν οι αντιφάσεις, τις φαιδρές δικαιολογίες για όλες τις περιπτώσεις εμφανώς υπέρμετρου πλουτισμού, την άρνηση απάντησης σε κρίσιμα ερωτήματα, τις πρωτοφανείς απειλές σε βάρος εκλεγμένων πολιτικών, αλλά και τον δήθεν «τσαμπουκά» του τοπικού κομματικού «παράγοντα».
Για να μην αναφερθούμε στο ότι οι βουλευτές της ΝΔ στην εξεταστική επιτροπή ουσιαστικά προσπάθησαν να του κάνουν τη ζωή εύκολη και όχι δύσκολη, ως όφειλαν, με αποκορύφωμα το γεγονός ότι δεν θέλησαν καν να τον στείλουν στο αυτόφωρο, παρότι συμπεριφέρθηκε προκλητικά και προσβλητικά ενώπιον της επιτροπής και επί της ουσίας αρνήθηκε να δώσει απαντήσεις, αλλά και στο ίδιο το γεγονός ότι το κυβερνών κόμμα στηριζόταν σε μια μεγάλη περιφέρεια όπως η Κρήτη σε ανθρώπους όπως ο κ. Ξυλούρης.
Σε κάθε περίπτωση είναι γελασμένη η κυβέρνηση εάν νομίζει ότι θα μπορέσει να βγει αλώβητη από αυτή την υπόθεση. Το ακριβώς αντίθετο, όσο περισσότερα στοιχεία έρχονται στο φως, παρά τα κυβερνητικά εμπόδια, τόσο περισσότερο θα εμπεδώνεται στην κοινή γνώμη η πεποίθηση ότι όντως ευθύνεται η κυβέρνηση. Και οφείλει κανείς να αναρωτηθεί ποια σχέση έχει μια – στην πράξη – διακυβέρνηση «Φραπέδων» με οποιαδήποτε έννοια θεσμικής κανονικότητας.
Μια κυβέρνηση – γιατί αυτό είναι το ουσιώδες – που είδε τις κοινοτικές ενισχύσεις πρωτίστως ως εργαλείο κομματικής επιρροής και όχι ενίσχυσης της αγροτιάς. Με αποτέλεσμα σήμερα να κατεβαίνει στους δρόμους η απελπισία μιας αγροτιάς που χρόνια τώρα περιμένει ένα σχέδιο και μια προοπτική και όχι απλώς να την αντιμετωπίζουν ως εκλογική δεξαμενή.
Και ίσως τελικά το «δικαίωμα στη σιωπή» της κυβέρνησης, να προκύπτει ακριβώς επειδή εν τέλει δεν έχει τίποτα να πει. Και απλώς περιμένει την ετυμηγορία της λαϊκής βούλησης.



Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου