Το Βέλγιο και η πανδημική σφαγή των ηλικιωμένων στα γηροκομεία


Του Γιάννη Νικολόπουλου

Το Βέλγιο είναι μια πεδινή χώρα της βορειοδυτικής Ευρώπης με πληθυσμό 11.530.853 κατοίκων σε μία έκταση 30.528 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Είναι μια εξαιρετικά πυκνοκατοικημένη χώρα και αν έπρεπε κανείς να τη συγκρίνει με την Ελλάδα στην εποχή του κορονοϊού, θα ξεκινούσε από αυτό το δεδομένο, που δεν ευνοεί σε καμία περίπτωση τέτοιους παραλληλισμούς.

Ο καπιταλισμός του Βελγίου ξεκίνησε πρωτοπόρος στην ηπειρωτική Ευρώπη του 19ου αιώνα και βασίζεται έως και σήμερα σε μεγάλο ποσοστό, της τάξης του 25% του ΑΕΠ, στη βαριά βιομηχανία (ναυπηγεία, εξορύξεις, κατασκευή ηλεκτρονικών ειδών, επεξεργασία χρωμάτων, χημικών, λιπασμάτων και τροφίμων, αυτοκινητοβιομηχανία), έχοντας και ως πλεονέκτημα τη γεωγραφική θέση της χώρας και το εκτεταμένο και πυκνό δίκτυο οδικών, σιδηροδρομικών και θαλάσσιων μεταφορών προς τις γειτονικές χώρες και ολόκληρο τον κόσμο.

Η Αμβέρσα είναι το δεύτερο μεγαλύτερο λιμάνι της Ευρώπης στην καθημερινή εμπορευματική κίνηση και απασχόληση. Πρώτο είναι το σχετικά γειτονικό λιμάνι του ολλανδικού Ρότερνταμ – και στα δύο καθημερινά βρίσκονται, κινούνται, εργάζονται και δραστηριοποιούνται πάνω από ενάμιση εκατομμύριο άνθρωποι. Οι αυτοαπασχολούμενοι στις Βρυξέλλες, που διαθέτουν τα ακριβέστερα στατιστικά στοιχεία, είναι 118.033 επιχειρηματίες και ελευθεροεπαγγελματίες και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις που απασχολούν από 4 έως 49 υπαλλήλους, είναι λιγότερες από 11.500. Στην υπόλοιπη επικράτεια της χώρας, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις και οι αυτοαπασχολούμενοι δεν ξεπερνούν τις 40.000 και τους 320.000 ανθρώπους, αντίστοιχα. 

Το εργατικό δυναμικό δουλεύει στις υπηρεσίες (73% του ΑΕΠ) στην αγροτική παραγωγή (2% του ΑΕΠ) τη βιομηχανία και τις βιοτεχνίες. Την προηγούμενη Δευτέρα, 16 Νοεμβρίου, η Διεθνής Αμνηστία έδωσε στη δημοσιότητα την ειδική έκθεση της στην οποία προσπαθεί να εξηγήσει το τι πήγε τόσο στραβά στο Βέλγιο με τη ραγδαία και θανατηφόρα εξάπλωση του κορονοϊού, πέρα από την πυκνοκατοίκηση και τη μαζικότητα στους αριθμούς εκμετάλλευσης και απασχόλησης του καπιταλισμού της χώρας. Σύμφωνα με την οργάνωση, οι βελγικές αρχές ουσιαστικά εγκατέλειψαν χιλιάδες από τους ηλικιωμένους κατοίκους, που πέθαναν κατά εκατοντάδες μέσα στα γηροκομεία, ενώ οι περισσότεροι δεν έτυχαν έγκαιρης ιατρικής περίθαλψης και φροντίδας, με αποτέλεσμα αυτή η διακριτική και μειωτική μεταχείριση να αποτελεί μια κατάφωρη παραβίαση στα ανθρώπινα δικαιώματα τους, οδηγώντας τους εντέλει στον πρόωρο θάνατο.

Από την 1η Μαρτίου έως τις 31 Οκτωβρίου, έξι στους δέκα θανάτους από Covid-19 συντελέστηκαν μέσα σε γηροκομεία. Την ίδια περίοδο είχαν καταγραφεί 412.314 κρούσματα και 11.452 νεκροί. Με άλλα λόγια, τουλάχιστον 6.871 θάνατοι σχετίζονται με τη διαμονή σε γηροκομείο, τα ελλιπή μέτρα προστασίας σε αυτές τις δομές και τα πρωτόκολλα ή τις κατευθυντήριες γραμμές περίθαλψης που (δεν) έδωσαν οι Βρυξέλλες ή οι τοπικές υγειονομικές αρχές στις εννιά περιφέρειες της χώρας. Η κεντρική κυβέρνηση του Βελγίου απέτυχε παταγωδώς να υιοθετήσει έγκαιρα τα κατάλληλα μέτρα, προκειμένου να προστατεύσει το προσωπικό και τους τρόφιμους στα ιδρύματα ευγηρίας, υποστηρίζει στην έκθεση της η Διεθνής Αμνηστία.

Ο διευθυντής της οργάνωσης στις Βρυξέλλες, Φιλίπ Χένσμανς τόνισε σχετικά ότι “τα αποτελέσματα της έρευνας μας δείχνουν ότι τα γηροκομεία και οι ένοικοι τους αφέθηκαν στην τύχη τους, στην κυριολεξία εγκαταλείφθηκαν από τις αρχές μέχρι τη στιγμή που η τραγωδία αυτή πήρε διαστάσεις δημοσιότητας στον Τύπο και το πρώτο κύμα της πανδημίας ουσιαστικά είχε ολοκληρωθεί με εκατοντάδες νεκρούς”.

Προς επίρρωση των λεγομένων του Χένσμανς, ο γενικός διευθυντής της ένωσης οίκων ευγηρίας της χώρας, Βίνσεντ Φρέντερικ, επισημαίνει ότι την ίδια περίοδο και ενώ η υπερμετάδοση του ιού στις δομές είχε ξεπεράσει τις προβλέψεις και του προσωπικού και των υγειονομικών πρωτοκόλλων, στα νοσοκομεία οι περισσότερες κλίνες ΜΕΘ (2.200 στο σύνολο τους) ήταν άδειες και ουδέποτε είχαν καλυφθεί πλήρως από επείγοντα περιστατικά. Όμως η κυβέρνηση στις Βρυξέλλες και το υπουργείο Υγείας, με επικεφαλής υπουργό την γιατρό στο επάγγελμα και κεντροδεξιά φιλελεύθερη στα πολιτικά φρονήματα, 58χρονη Φλαμανδή Μάγκι Ντε Μπλοκ έδινε οδηγίες για την όσο το δυνατόν μικρότερη προσέλευση στα νοσοκομεία.

“Όλοι μας στο Βέλγιο ήμασταν αποσβολωμένοι από τις τηλεοπτικές εικόνες στα ιταλικά και ισπανικά νοσοκομεία και αυτή η κατάσταση είχε φοβερό ψυχολογικό και οργανωτικό αντίκτυπο στις αποφάσεις της κυβέρνησης που έθεσε ως στόχο την αποφυγή με κάθε τρόπο της υπερφόρτωσης του συστήματος υγείας. Έτσι, τα γηροκομεία και η μετάδοση του ιού στο εσωτερικό τους δεν κατέστησαν προτεραιότητα και οι τρόφιμοι και το προσωπικό είναι θύματα αυτής της απόφασης”, υπογράμμισε ο Φρέντερικ σε ένα εύγλωττο απόσπασμα της μαρτυρίας του που δημοσιεύεται στην έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας.

Κύρια αιτία για την υψηλή μεταδοτικότητα και τη φρικαλέα θνητότητα μέσα στα βελγικά γηροκομεία θεωρείται η έλλειψη συστηματικών τεστ στο προσωπικό και τους τρόφιμους. “Καμία πρόνοια για συστηματικά τεστ δεν είχε υπάρξει έως τον Αύγουστο, όταν και καθιερώθηκε το προληπτικό τεστ στους εργαζόμενους στους οίκους ευγηρίας, αλλά και αυτό γίνεται έως σήμερα μόλις μία φορά τον μήνα” υπογραμμίζει η Διεθνής Αμνηστία. Με άλλα λόγια, για περίπου έξι μήνες, το Βέλγιο δεν έκανε συστηματικά και μαζικά τεστ στα γηροκομεία και παράλληλα, όταν το πρόγραμμα ελέγχου ξεκίνησε, αυτό ήταν και είναι ισχνό, “τσιγγούνικο” και κατώτερο των στιγμών και των περιστάσεων: μόλις ένα τεστ τον μήνα και καταρχάς μόνο για το προσωπικό, όχι για τους τροφίμους.

Αυτή η επιλογή, που μόνο ως εγκληματική αμέλεια μπορεί να χαρακτηριστεί, έχει οδηγήσει σε μία ακόμη παραδοξότητα που υπογραμμίζεται και από τη Διεθνή Αμνηστία: το Βέλγιο καταχωρίζει ως νεκρούς της πανδημίας ειδικά στα γηροκομεία και όσους έχουν καταλήξει ενδεχομένως από άλλα αίτια και χωρίς να έχει προηγηθεί ή ακολουθήσει του θανάτου τους κάποιο τεστ για να διαπιστωθεί αν όντως νοσούσαν από Covid-19. Ειδικά την άνοιξη, αυτός ήταν ο κανόνας στις στατιστικές και απόλυτες καταγραφές, με αποτέλεσμα σήμερα κανένας παράγοντας της δημόσιας ζωής να μην μπορεί να πει με σιγουριά πόσοι είναι οι πραγματικοί νεκροί από τον κορονοϊό στη χώρα από τη στιγμή που δεν είχε προβλεφθεί κανένας προληπτικός ή προκαταρκτικός έλεγχος με τεστ. Παρόλα αυτά και αυτοί οι τρόφιμοι θεωρούνται και συμπεριλαμβάνονται από τις υγειονομικές αρχές στα θύματα της πανδημίας και ενδεχομένως αυτή η στρατηγική επιλογή να έχει “φουσκώσει” τους αριθμούς των νεκρών στη χώρα, και μάλιστα ακριβώς στο πιο κομβικό σημείο για την υγειονομική κρίση, τα γηροκομεία.

Όπως και αν έχει, στην έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας τονίζονται η “εγκατάλειψη” και η “έλλειψη ιατρικής περίθαλψης”, ανεξάρτητα του αν οι ηλικιωμένοι που έχασαν τη ζωή τους νοσούσαν όντως από Covid-19. Δεν είναι αυτό το μείζον για την οργάνωση: σημασία έχει ότι οι ηλικιωμένοι τρόφιμοι αφέθηκαν στην τύχη τους σε μία “θανατική ποινή”, θα έλεγε κανείς, διά παραλείψεως ενεργειών και αποφάσεων.

Σε αυτό το πλαίσιο έχουν καταθέσει τη μαρτυρία τους δεκάδες τρόφιμοι και εργαζόμενοι γηροκομείων που επέζησαν της πανδημίας τους προηγούμενους μήνες, αλλά ανώνυμα ή με ψευδώνυμο για λόγους προστασίας τους. Για παράδειγμα, η τρόφιμος γηροκομείου στις Βρυξέλλες “Ενριέτ” υποστήριξε πως κάθε φορά που ένας εργαζόμενος ερχόταν να την επισκεφτεί στο δωμάτιο της, φοβόταν για τη ζωή της στην περίπτωση που αυτός θα ήταν φορέας του ιού, επειδή δεν θα το γνώριζε και δεν θα είχε κάνει αρνητικό, προληπτικό τεστ προτού αναλάβει υπηρεσία στη δομή.

Η έρευνα διαπιστώνει και μεγάλα προβλήματα στην ψυχική και σωματική υγεία των τροφίμων κατά την περίοδο που απαγορεύτηκαν πλήρως οι επισκέψεις από μέλη της οικογένειας τους. Πολλοί συγγενείς διαμαρτυρήθηκαν στην οργάνωση επειδή μόλις ήρθησαν τα απαγορευτικά μέτρα διαπίστωσαν πως οι άνθρωποι τους είτε έπασχαν από βαριά κατάθλιψη είτε είχαν αδυνατίσει υπερβολικά λόγω έλλειψης φαγητού.

Σύμφωνα με τη μαρτυρία της 65χρονης Μαγκρέτε, “ο σύζυγος μου είχε χάσει πάρα πολλά κιλά και του ήταν αδύνατο να κινηθεί φυσιολογικά. Όταν ρώτησα έναν εργαζόμενο τι συνέβη και είναι σε αυτά τα χάλια, εκείνος απάντησε “σε αυτές τις συνθήκες, δεν μπορούσαμε να τους ταΐζουμε όλους και μάλιστα κάθε μέρα”.

Με αυτά τα δεδομένα και οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα σε δική τους συμπληρωματική έκθεση που υποστηρίζει και η Διεθνής Αμνηστία επισημαίνουν ότι μόλις ένας στους δύο ασθενείς ηλικιωμένους και τροφίμους γηροκομείων έτυχε κάποιας ιατρικής περίθαλψης ή μεταφοράς του στο νοσοκομείο, επειδή “υπήρξαν σαφείς και βλαπτικές παρερμηνείες στις κατευθυντήριες οδηγίες από την κυβέρνηση και τις τοπικές αρχές”.

Και συμπληρώνει από την πλευρά της η Διεθνής Αμνηστία: “Πολλοί από τους ηλικιωμένους τρόφιμους έχουν πεθάνει πρόωρα ή άδικα ως αποτέλεσμα αυτής της τακτικής. Από την έρευνα της οργάνωσης μας, τεκμηριώνεται το γεγονός ότι η μεταφορά στο νοσοκομείο θα ήταν ακόμη εφικτή και σωτήρια αν γινόταν έγκαιρα και σύντομα και θα μπορούσε να σώσει τις ζωές πολλών ασθενών, ανεξαρτήτως ηλικίας”.

Στις 30 Σεπτεμβρίου, η υπουργός Υγείας, Κοινωνικών Υποθέσεων και Μετανάστευσης, Μάγκι Ντε Μπλοκ αποπέμφθηκε από το νέο υπουργικό συμβούλιο στο πλαίσιο των πολύμηνων και ταραχωδών διαπραγματεύσεων ανάμεσα στα κόμματα της Κεντροδεξιάς των Φλαμανδών και της Σοσιαλδημοκρατίας των Βαλόνων για τον σχηματισμό νέας κυβέρνησης. Εκείνη τη μέρα, η Ντε Μπλοκ έκανε δύο δηλώσεις που εξέπληξαν. “Επιτέλους, είμαι ένας ελεύθερος άνθρωπος”, βροντοφώναξε εις επήκοον όλων των παρευρισκόμενων μόλις ανακοινώθηκε η σύνθεση της νέας κυβέρνησης συνεργασίας. Κατόπιν ρωτήθηκε από τη βελγική τηλεόραση αν στη διάρκεια της πανδημίας, είχε δώσει εντολές για διαλογή ασθενών ειδικά από τα γηροκομεία προς τα νοσοκομεία. Είχε όντως απαγορεύσει την περίθαλψη ηλικιωμένων; “Δεν δώσαμε ποτέ αυτό το μήνυμα είτε από την κεντρική κυβέρνηση είτε από τις τοπικές αρχές. Δεν υπήρχε εντολή πως δεν θα νοσηλεύονται στα νοσοκομεία οι ηλικιωμένοι ή οι ανάπηροι”, ισχυρίστηκε η 58χρονη γιατρός και πολιτικός, αλλά ελάχιστοι την πίστεψαν.

Την ίδια μέρα, ο ιστότοπος Politico υπογράμμιζε πως “και η Ντε Μπλοκ και το περίπλοκο διοικητικό σχήμα του Βελγίου και του κυβερνητικού σχηματισμού στο οποίο εννιά τοπικοί ηγέτες είχαν ρόλο και λόγο στην υγειονομική κρίση απέτυχαν. Η διαχείριση κρίσης στην πανδημία του κορονοϊού ήταν μια οικτρή αποτυχία. Και ο επόμενος υπουργός (ο 65χρονος Σοσιαλδημοκράτης Φλαμανδός οικονομολόγος, Φρανκ Βάντενμπρουγκ) πρέπει να δείξει μεγάλες ικανότητες ως crisis manager και ταυτόχρονα ως ισορροπιστής στις ευαισθησίες Βαλόνων και Φλαμανδών που ελάχιστα βοήθησαν στην αντιμετώπιση της κρίσης του κορονοϊού”.

Δύο μήνες μετά, οι ικανότητες στο crisis management του Βάντενμπρουγκ δεν έχουν φανεί ακόμη. Το Βέλγιο παραμένει ένας “κρανίου τόπος”, με τα κρούσματα και τους νεκρούς άλλοτε να αυξάνονται και άλλοτε να σταθεροποιούνται – λόγω μορφολογίας, γεωγραφίας, πυκνοκατοίκησης, καπιταλιστικής οργάνωσης, διοικητικών και τοπικών ιδιομορφιών ανάμεσα στη Φλάνδρα και τη Βαλονία. Πάντως η έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας ήταν μια ξεκάθαρη βόμβα μεγατόνων στα θεμέλια της νέας κυβέρνησης που έβαλε τα φλαμανδικά κυρίως ρούχα της αλλιώς για να αλλάξει επιφανειακά ο εξουσιαστικός Μανωλιός. Ίσως για αυτό και παρά τις διαρκείς δημοσιογραφικές πιέσεις από τα μεγαλύτερα διεθνή ειδησεογραφικά πρακτορεία, όπως το Associated Press, το Γραφείο Πρωθυπουργού και ο ίδιος ο 45χρονος κεντροδεξιός επιχειρηματίας και πρωθυπουργός, Αλεξάντερ Ντε Κρο έχουν αρνηθεί να κάνουν το παραμικρό σχόλιο για την έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας και τον σάλο που αυτή έχει προκαλέσει δέκα ολόκληρες μέρες μετά τη δημοσίευση της.

Ανεξάρτητα αν υπήρξε σαφής, γραπτή ή προφορική, οδηγία από το κεντρικό υπουργείο Υγείας ή τις εννιά τοπικές υγειονομικές περιφέρειες και αρχές, εκ των πραγμάτων τεκμηριώνεται πως το Βέλγιο έκανε διαλογή ασθενών, στέρησε το δικαίωμα στην περίθαλψη και τη φροντίδα από τους ηλικιωμένους, δεν πήρε τα κατάλληλα προφυλακτικά και προληπτικά μέτρα με τη διεξαγωγή τεστ στα γηροκομεία και καταχωρίζει ακόμη και σήμερα πολλούς νεκρούς ανάμεσα στους πολίτες τρίτης ηλικίας του, οποιαδήποτε μέθοδο και βάση καταμέτρησης κι αν έχει επιλέξει. 

Πηγή: ΚΟΣΜΟΔΡΟΜΙΟ

Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου