Η εμπλοκή της Ελλάδας στην ουκρανική κρίση
Του Δημήτρη Γκάζη
Ο πόλεμος στην Ουκρανία, και η κλιμάκωση που προκαλεί η ρωσική εισβολή, εγκαινιάζει μια νέα φάση για τον κόσμο μας. Μια φάση επαναχάραξης των σφαιρών επιρροής και σκληρών στρατοπεδεύσεων πίσω από τις μεγάλες, με κοσμοκρατορικές φιλοδοξίες, δυνάμεις. Την ίδια στιγμή ο ανταγωνισμός Ρωσίας-ΗΠΑ που αποτελεί τη βασική γενεσιουργό του αιτία, συμπιέζει τον γεωπολιτικό χώρο της Ευρώπης, ενώ οι προκλήσεις για την ασφάλεια και την ίδια την βιωσιμότητα των μικρών και μεσαίων χωρών, που κινδυνεύουν να συνθλιβούν από τη σύγκρουση των μεγάλων, που πιέζονται να πάρουν θέση στον νέο ψυχρό (υπό εκκόλαψη θερμό) πόλεμο, γίνονται όλο και μεγαλύτερες.
Είναι όμως προς το συμφέρον, των μικρών και μεσαίων χωρών, των λαών, της δικής μας χώρας, ένα κόσμος στρατιωτικοποιημένων αξόνων υπό τη διαρκή απειλή ενός μεγάλου πολέμου; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό κρίνει εν πολλοίς τη στάση που κρατά κανείς και στην τρέχουσα κρίση, αξονιζόμενος με κάποιο από τα διαμορφωμένα στρατόπεδα ή διεκδικώντας ως ζωτική του ανάγκη την ουδετερότητα και από τους τρείς πόλους (ΗΠΑ/ΝΑΤΟ, Ρωσία, Κίνα) του πλανητικού συστήματος. Η επιλογή μη εμπλοκής στη μεγάλη αντιπαράθεση που έχει ανοίξει, δεν μεταφράζεται σε απραξία ή αφωνία απέναντι στα τεκταινόμενα, δεν είναι ένας ανεδαφικός πασιφισμός, ούτε κλείνει το μάτι σε κάποιον από τους αντιτιθέμενους πόλους. Αντιθέτως μια τέτοια επιλογή ανοίγει τη δυνατότητα, να παλέψει κανείς για να οικοδομηθούν όλες εκείνες οι προϋποθέσεις (συνείδηση, λαϊκή ενεργοποίηση, ισχύς) που σήμερα λείπουν και επιτρέπουν να επιβάλλεται ο πόλεμος ως αναπόφευκτη διέξοδος.
Ό,τι πει ο ατλαντισμός
Η Ελλάδα διά της κυβέρνησης, αλλά και με τη σύμφωνη γνώμη των βασικών δυνάμεων του πολιτικού της συστήματος, σπεύδει να πάρει θέση στον εν εξελίξει πόλεμο, όχι στο πλευρό της αμυνόμενης Ουκρανίας, όπως υποκριτικά ισχυρίζονται οι κυβερνώντες, αλλά στο πλευρό του ευρωατλαντικού άξονα. Γι’ αυτό τον λόγο, ως δεδομένος εταίρος, σπεύδει να αποδεχθεί όλα τα αιτήματα και να συνταχθεί με όλες τις αποφάσεις της δύσης απέναντι στη Ρωσία.
Αρχικά ήταν η αξιοποίηση των βάσεων του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ (κυρίως Σούδα και Αλεξανδρούπολη) για τη μεταφορά στρατευμάτων και στρατιωτικού υλικού προς τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, που επιβλήθηκε ως συμμαχική μας υποχρέωση που δεν χωράει αμφισβήτηση. Στη συνέχεια ήρθαν οι κυρώσεις από την Ε.Ε., η απαγόρευση πτήσεων, ενώ η χώρα μας επέλεξε να συνταχθεί με την απόφαση της Ε.Ε. να αποστείλει πέρα από ανθρωπιστική βοήθεια και πολεμικό υλικό προς την Ουκρανία. Κάπως έτσι, δύο C-130, με τον υφυπουργό Άμυνας Ν. Χαρδαλιά, μετέφεραν οπλικά συστήματα και πυρομαχικά, προς την Πολωνία. Σύμφωνα με δημοσιεύματα, η κυβέρνηση πέρα από τα καλάσνικοφ (κατασχεμένα από ουκρανικό πλοίο που τα μετέφερε στις εμπόλεμες ζώνες της Λιβύης ή της Συρίας), η κυβέρνηση αποφάσισε να «αδειάσει» τις αποθήκες και από πυρομαχικά ρωσικής προέλευσης, τα οποία είναι σε χρήση από τον ελληνικό στρατό.
Την ίδια στιγμή, όλες αυτές οι κινήσεις ντύνονται με έντονο πολεμικό τόνο. Ο δημόσιος λόγος αλλά και οι θεσμοί, παίρνουν θέση μάχης. Οι επαναλαμβανόμενες αναφορές του Έλληνα πρωθυπουργού στον «ελεύθερο κόσμο» που μάχεται ενάντια σε δικτάτορες, φέρνει στον νου τις χειρότερες στιγμές της ΝΑΤΟϊκής πολεμικής μηχανής, και λίγο σχετίζεται με τον αναθεωρητισμό της Ρωσίας και την απειλή στην κυριαρχία της Ουκρανίας. Έτσι κι αλλιώς οι δυτικές κυβερνήσεις, μαζί και η χώρα μας, δεν περίμεναν την πρόσφατη εισβολή για να κάνουν κινήσεις απομόνωσης της Ρωσίας (βλ. μποϊκοτάζ σε αγροτικά προϊόντα, απέλαση Ρώσων διπλωματών) που προετοίμασαν στην πράξη το έδαφος για τη σημερινή κατάσταση.
Και τα ελληνικά συμφέροντα;
Συμφέρον της χώρας μας είναι να διεκδικήσει χώρο και ανεξαρτησία από τα δύο στρατόπεδα που επιδιώκουν να χωρίσουν τον κόσμο σε σφαίρες επιρροής. Το ένα με στόχο να συντηρήσει τους μεταπολεμικούς συσχετισμούς ισχύος και την σε υποχώρηση, υπό τις ΗΠΑ, δυτική ηγεμονία στον πλανήτη. Το άλλο για να κατοχυρώσει και να επεκτείνει τις αυτοκρατορικές αξιώσεις της Ρωσίας στον ευρασιατικό χώρο. Ο αξονισμός σύσσωμης της Ευρώπης, πίσω από τις ατλαντικές επιδιώξεις, τινάζει στον αέρα κάθε προοπτική ανεξαρτησίας του ευρωπαϊκού χώρου, τόσο από τα ευρωατλαντικά όσο και από τα ευρασιατικά σχέδια. Η χώρα μας έχει κάθε συμφέρον να αντιταχθεί σε αυτή την προοπτική, επιμένοντας στην ανάγκη η Ευρώπη να μην μετατραπεί σε σύνορο στις νέες πλανητικές διαιρέσεις.
Η καταδίκη του αναθεωρητισμού και των πολιτικών αλλαγής συνόρων που προωθούν και τα δύο στρατόπεδα στην περιοχή (με αλυσιδωτές αντιδράσεις που φτάνουν μέχρι και τη βαλκανική γειτονιά μας), πρέπει να συνοδεύεται με την κατάδειξη του εμπρηστικού ρόλου της Τουρκίας, που διεκδικεί «ζωτικό χώρο» της «Γαλάζιας Πατρίδας» εις βάρος της κυριαρχίας της χώρας μας. Αντιθέτως η, καθ’ υπόδειξη των ΗΠΑ, στάση των ελληνικών κυβερνήσεων, μπορεί να χωράει αυστηρούς τόνους και σκληρές κυρώσεις προς τη Ρωσία, την ίδια στιγμή που απέναντι στην επεκτατική Τουρκία υπάρχει η προθυμία για διάλογο και κατευνασμό.
Πλάι στα παραπάνω πρέπει να προστεθεί και η ιστορική και ηθική υποχρέωση της χώρας μας να στηρίξει τους ομογενείς στην Ουκρανία, που αυτή τη στιγμή συνθλίβονται από τις συμπληγάδες πέτρες της ρωσο-ουκρανικής σύγκρουσης. Η στάση αναμονής που κράτησε όλο αυτό το διάστημα η Ελλάδα, αφήνοντας τους ανθρώπους αυτούς απροστάτευτους, στην αρχή, από τις επιθέσεις παραστρατιωτικών ομάδων του Κιέβου, και τώρα στη διακεκαυμένη ζώνη της ρώσικης εισβολής, είναι εγκληματική. Η ενεργοποίηση του ΥΠΕΞ Ν. Δένδια, στο παρά πέντε του πολέμου, δεν κατέστη εφικτό να αλλάξει την κατάσταση. Όμως η χώρα μας θα είχε τη δυνατότητα ουσιαστικών κινήσεων, απαιτώντας συγκεκριμένες εγγυήσεις ασφάλειας και από τα δύο στρατόπεδα, για τους ελληνογενείς πληθυσμούς της περιοχής, προσαρμόζοντας αντίστοιχα και τις διπλωματικές της θέσεις.
Τέλος, ειδική αναφορά θα πρέπει να γίνει και για τις εκκωφαντικές σιωπές της ελληνικής ηγεσίας γύρω από δύο «φραστικά» ατοπήματα των τελευταίων ημερών. Το ένα αφορά την «εν χορώ» αναφορά των ηγετών της Δύσης, σχετικά με την πρώτη εισβολή ξένης δύναμης σε ευρωπαϊκή χώρα. Δήλωση που δικαιολογημένα προκάλεσε την αντίδραση των Σέρβων, που αν και αυτοί έχουν καταδικάσει τη ρώσικη εισβολή, δεν ανέχτηκαν να ξεγραφτεί από την ιστορία ο πόλεμος των ΝΑΤΟϊκών δυνάμεων εναντίον της χώρας τους. Στον αντίποδα η ελληνική, και δυστυχώς και η κυπριακή ηγεσία, μοιάζει να ξεχνούν την τουρκική εισβολή και κατοχή, συμμετέχοντας χωρίς «παραφωνίες» στην ευρωατλαντική «χορωδία». Η δεύτερη σιωπή έχει να κάνει με τις επαναλαμβανόμενες αναφορές του Ρώσου ΥΠΕΞ , κ. Λαβρόφ στην «Τουρκική Δημοκρατία της Β. Κύπρου». Στην προσπάθεια του να δικαιολογήσει τις ρωσικές ενέργειες, κλείνει το μάτι στα εγκλήματα της Τουρκίας στα Κατεχόμενα, ανατρέποντας την πάγια θέση της Ρωσίας για το θέμα – χωρίς μάλιστα να πάρει την απάντηση που του αρμόζει από την ελληνική πλευρά.
Πολιτικό σύστημα, Δύση και «system»
Όλα καλά, όλα ανθηρά…
«Είμαστε στο ανατολικό σύνορο της Ευρώπης, γνωρίζοντας πολύ καλά τι συμβαίνει πέρα από αυτό. Και ακριβώς επειδή η Ελλάδα είναι στην άκρη της ηπείρου μας είναι και στην καρδιά της. Ανατολικά της Ευρώπης αλλά στο κέντρο πάντα της Δύσης. Είμαστε η Δύση και ανήκουμε στην ελευθερία», Κ. Μητσοτάκης, 2/3/22. Για να διαπιστώσει κιόλας πως βρισκόμαστε «στο φως νομίζω μιας ελάχιστης κοινής εθνικής στάσης, που αναδείχθηκε χθες στη Βουλή. Γιατί, παρά τις όποιες ενστάσεις ακούστηκαν, το βασικό μήνυμα είναι ότι η Ελλάδα βρίσκεται στη σωστή πλευρά της Ιστορίας». Όλα καλά, όλα ανθηρά…
Είμαστε πάντα με το «system»
Ο Α. Τσίπρας όταν πιέστηκε από τον Κ. Μητσοτάκη, στην πρόσφατη συζήτηση στη βουλή, έσπευσε να διευκρινίσει: «Το 2018, όταν και πάλι κρατούσαμε μια στάση αρχών, όπως κάναμε και σήμερα, τότε που προωθούσαμε τα εθνικά συμφέροντα με τη Συνθήκη των Πρεσπών, η οποία άνοιξε τον δρόμο στη γειτονική χώρα να προχωρήσει –εφόσον ο λαός της το επιθυμεί– στην ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ΝΑΤΟ (…) δεν διστάσαμε και δεν δίστασα ως πρωθυπουργός να προχωρήσω στην απέλαση Ρώσων διπλωματών και πολιτών που υποκινούσαν με διάφορα μέσα κινητοποιήσεις και αντιδράσεις, παρεμβαίνοντας στα εσωτερικά μιας τρίτης χώρας». Έπρεπε να προσθέσει και όλες τις άλλες υπηρεσίες προς τις ΗΠΑ (π.χ. Αλεξανδρούπολη και επέκταση των αμερικανικών βάσεων επί των ημερών του…).
Όταν το «system» προστάζει «διάλογο»
Δείτε τι ωραία που απάντησε ο Κ. Μητσοτάκης στον Τσίπρα για τον διάλογο με την Τουρκία: «Σχετικά με αυτά τα οποία είπατε γύρω από το ζήτημα της Τουρκίας, κύριε Τσίπρα, προσωπικά ποτέ δεν έκλεισα την πόρτα στον διάλογο με την Τουρκία. Έχω συναντηθεί τρεις φορές με τον πρόεδρο Ερντογάν. Γνωρίζετε ότι και παρά την ένταση και παρά την προκλητική ρητορική της Τουρκίας, το πλαίσιο των διμερών επαφών σε επίπεδο και πολιτικών διαπραγματεύσεων και μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης, αλλά και διερευνητικών επαφών είναι ανοικτό. Ανά πάσα στιγμή είμαι προσωπικά έτοιμος να συναντηθώ με τον πρόεδρο Ερντογάν και πράγματι η συγκυρία αυτή ενδεχομένως να δικαιολογούσε και μια τέτοια συνάντηση, διότι υπάρχουν ζητήματα τα οποία θα πρέπει να συζητηθούν, τα οποία αφορούν και τη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ και τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τις νέες προκλήσεις που η ουκρανική κρίση έχει δημιουργήσει. Δεν είμαι, λοιπόν, αντίθετος σε μια τέτοια προοπτική ούτε η χώρα κλείνει την πόρτα του διαλόγου.»
Οικονομικές συνέπειες και ενεργειακή κρίση
Στην πράξη οι ευρωπαϊκές χώρες, είναι ο μεγαλύτερος χαμένος, μετά προφανώς από την ίδια την Ουκρανία που τινάζεται στον αέρα. Η χώρα μας ως ένας από τους αδύναμους κρίκους της Ευρώπης, βρίσκεται σε εξαιρετικά επισφαλή θέση, από την αντιπαράθεση με τη Ρωσία. Τουρισμός, πρωτογενής τομέας, ενεργειακή ασφάλεια, είναι από τους πλέον ευάλωτους τομείς, οι συνέπειες στους οποίους έχουν ήδη αρχίσει να φαίνονται.
Η φτωχοποίηση και η ενεργειακή κρίση, που ήδη είχαν αρχίσει να δείχνουν τα δόντια τους ως αποτέλεσμα της κρίσης, επιδιώχθηκε να παρουσιαστούν αρχικά ως αποτέλεσμα της πανδημίας, ενώ τώρα εμφανίζονται ως αναπόφευκτες συνέπειες του πολέμου. «Δεν θα κρύψουμε τις οικονομικές επιπτώσεις» είπε στην πρόσφατη συνεδρίαση στη βουλή, ο κ. Μητσοτάκης, δίνοντας το σήμα της νέας επίθεσης στις συνθήκες διαβίωσης του λαού, με το πρόσχημα της ασφάλειας. Στην πραγματικότητα αποκρύβεται πως ο ίδιος ο νέος κύκλος όξυνσης είναι αποτέλεσμα της πολυπλόκαμης συστεμικής κρίσης, αποτέλεσμα του ανταγωνισμού για ενεργειακούς δρόμους και αγορές.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της ενέργειας στη χώρα μας. Στο όνομα της πράσινης ανάπτυξης, η χώρα μας έχασε την ενεργειακή αυτονομία που της προσέφερε η λιγνιτοπαραγωγή, και έτσι κατέστη εξαρτημένη ενεργειακά από το ρωσικό αέριο και από τους «πράσινους πειραματισμούς» των γερμανικών εταιριών. Σήμερα που η εξάρτηση αυτή καθίσταται επισφαλής, ως αποτέλεσμα της αντιπαράθεσης με τη Ρωσία, και η Ευρώπη αναζητά εναλλακτικές (πυρηνική ενέργεια, επιστροφή στα ορυκτά καύσιμα κ.ά.) η Ελλάδα υπονόμευσε τις δικές εναλλακτικές. Έτσι σήμερα παρουσιάζεται ως μονόδρομος η εκ νέου εξάρτηση μας από το ακριβό υγροποιημένο αέριο LNG των Αμερικάνων, που κάνουν μπίζνες με Έλληνες εφοπλιστές, και επιδιώκουν να ελέγξουν τις αντίστοιχες υποδομές (βλ. σταθμός στην Αλεξανδρούπολη).
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου