Media και μυστικές υπηρεσίες – Τα συγκοινωνούντα δοχεία ελέγχου και (παρα)πληροφόρησης της μάζας

 

Του Χρίστου Καλουντζόγλου

Ας κάνουμε μια υπόθεση εργασίας: Ρωσική πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης αναθέτει τη διεύθυνση σε πρώην πράκτορα της KGB. Και στη συνέχεια ισχυρίζεται ότι είναι ένα ουδέτερο μέσο, χωρίς καμία επιρροή από τις μυστικές υπηρεσίες. Ποια είναι η αντίδραση στη Δύση; Προφανώς όλοι βάζουν τα γέλια.

Όπου «ρωσική» και «KGB» βάλτε τώρα τις λέξεις «δυτική» και «CIA». Στην ερώτηση για τις αντιδράσεις η απάντηση είναι επίσης προφανής: Κανένας δεν βάζει τα γέλια, γιατί στην ελεύθερη αγορά ο καθένας μπορεί να δουλεύει όπου του δίνουν περισσότερα.

Συνεργάτες των κυβερνήσεων

Από έρευνα που έκανε το MintPress τον Απρίλιο, διαπιστώθηκε ότι το Twitter, το Facebook και το TikTok είναι χώροι πολύ φιλόξενοι για εκκολαπτόμενους αναλυτές του Ατλαντικού Συμβουλίου, του ΝΑΤΟ, της CIA, του FBI και του Στέιτ Ντιπάρτμεντ.

Οι αναλυτές αυτοί απορροφούνται στις υπηρεσίες ανάλυσης, ασφάλειας και περιεχομένου που έχουν οι πλατφόρμες των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης, που σημαίνει πρακτικά ότι μπορούν να χαράσσουν την πολιτική των εταιρειών και να προωθούν συγκεκριμένο περιεχόμενο.

Υποτίθεται ότι τα media είναι η τέταρτη εξουσία και λειτουργούν με στόχο τη λογοδοσία των κυβερνήσεων και των κρατικών υπηρεσιών. Φαίνεται όμως ότι πλέον τα media επιλέγουν τον ρόλο του συνεργάτη των κυβερνήσεων.

Δεν είναι τυχαίο που το Twitter ανέθεσε στον πρώην εκπρόσωπο Τύπου του ΝΑΤΟ Μπεν Νίμο την «κατασκοπεία» για λογαριασμό του οργανισμού. Ο Νίμο λέγεται ότι χρησιμοποίησε την ισχύ του μέσου προσπαθώντας να αλλάξει την εκλογική τάση στη Νικαράγουα, ώστε να εμποδιστεί η άνοδος στην εξουσία του αριστερού κόμματος των Σαντινίστας, προς όφελος του ακροδεξιού, φιλοαμερικανού υποψήφιου. Πώς ενήργησε; Μπλοκάροντας εκατοντάδες λογαριασμούς αριστερών χρηστών, μεταξύ των οποίων πολύ γνωστές προσωπικότητες. Αρκούσε να μην ακούγεται η φωνή τους για να στηριχτεί ο εκλεκτός της Ουάσιγκτον.

Πλέον θεωρείται απολύτως φυσιολογική η διείσδυση πρώην αξιωματούχων των υπηρεσιών ασφαλείας και αντικατασκοπείας στα ανώτατα κλιμάκια της διοίκησης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Για παράδειγμα λίγοι παρατήρησαν ότι το 2015 η Νταν Σκαλίτσι άφησε τη δουλειά της ως μάνατζερ της εθνικής αντικατασκοπείας με ευθύνη το δυτικό ημισφαίριο στη Διεύθυνση Εθνικής Αντικατασκοπείας, για να αναλάβει γενικός διευθυντής στην Thomson Reuters. Η Σκαλίτσι ήταν ήδη βετεράνος της CIA στα 33 της χρόνια και μιλούσε πολύ ανοιχτά για τον νέο ρόλο της.

Σε ανάρτηση στην ιστοσελίδα του Reuters ανέφερε πως ήταν εκεί για «να ανταποκριθεί στις ανάγκες της αμερικανικής κυβέρνησης», μία δήλωση που ήταν προφανώς αντίθετη στις βασικότερες αρχές της δημοσιογραφίας – δηλαδή στην αμεροληψία και στον έλεγχο της εξουσίας.

Το… ουδέτερο Twitter

Το Twitter αναπαράγει απροκάλυπτα την αμερικανική αντιπαλότητα με χώρες όπως η Ρωσία, η Κίνα, το Ιράν και η Κούβα, προσπαθώντας να υπερκεράσει την επιρροή των κρατικών μέσων ενημέρωσης στις χώρες αυτές, με προειδοποιητικά μηνύματα που στέλνει σε δημοσιογράφους και λογαριασμούς που θεωρούνται συμπαθούντες προς αυτές τις κυβερνήσεις. Τα κρατικά ΜΜΕ στις χώρες αυτές που ελέγχονται ασφυκτικά από τις κυβερνήσεις θεωρείται ότι υφίστανται πολιτικές πιέσεις για τον έλεγχο του περιεχομένου.

Το Twitter θεωρεί αυτονόητο ότι δεν είναι ελεγχόμενα τα media σε άλλες χώρες, έστω κι αν δέχονται κρατικό χρήμα, όπως για παράδειγμα το βρετανικό BBC και το αμερικανικό NPR. Πρόκειται για αξιακή προσέγγιση και ο κάθε οργανισμός έχει δικαίωμα να θεωρεί μία κυβέρνηση εκ των προτέρων «κακή» και μία άλλη «καλή».

Έχει όμως ενδιαφέρον το γεγονός ότι καθώς οι ΗΠΑ διατηρούν σε υψηλούς τόνους την αντιπαράθεση με το Πεκίνο ακολουθεί και το Twitter, αποκλείοντας φιλοκινεζικές φωνές από την πλατφόρμα.

Το 2020 απέκλεισε 170.000 λογαριασμούς με το σκεπτικό ότι «διέσπειραν γεωπολιτικά αφηγήματα που είναι υποστηρικτικά προς το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας», όπως για παράδειγμα η αντίθεση στις διαδηλώσεις στο Χονγκ Κονγκ. Η εταιρεία δεν υποστήριξε ότι αυτοί οι λογαριασμοί ελέγχονταν από την κινεζική κυβέρνηση, αλλά πιθανώς θεωρήθηκε ότι ήταν επικίνδυνο για την ελευθερία του λόγου στη Δύση η διασπορά τέτοιων απόψεων.

Η ομάδα που βρίσκεται πίσω από την απόφαση του Twitter είναι το Αυστραλιανό Ινστιτούτο Στρατηγικής Πολιτικής (ASPI), μια συντηρητική δεξαμενή σκέψης που χρηματοδοτείται από το Πεντάγωνο, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και πολλούς κατασκευαστές όπλων.

Ίσως όμως να είναι ακόμα πιο ενδιαφέρουσα η ανακοίνωση που έκανε πέρυσι το Twitter, ότι κλείνει δεκάδες λογαριασμούς γιατί θεωρήθηκε ότι «υπονομεύουν την πίστη στη ΝΑΤΟϊκή συμμαχία».

Η ανακοίνωση αυτή προκάλεσε διάφορα χλευαστικά σχόλια για τα δημοκρατικά αντανακλαστικά του Twitter. Λίγοι όμως παρατήρησαν ότι η απόφαση βασίστηκε στη συνεργασία με το Παρατηρητήριο του Διαδικτύου του Stanford, μια άλλη δεξαμενή σκέψης, όπου στεγάζονται πράκτορες και κρατικοί αξιωματούχοι και έχει ως επικεφαλής ένα άτομο που είναι μέλος συμβουλευτικού οργάνου του ΝΑΤΟ, του Συλλογικού Κέντρου Κυβερνοασφάλειας. Είναι προφανής η στενή συνεργασία του Twitter με το ΝΑΤΟ και άλλους φορείς που σχετίζονται άμεσα με δίκτυα κατασκόπων.

Με περίπου 400 εκατομμύρια χρήστες σε όλον τον κόσμο δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το Twitter έχει μεγαλώσει πολύ και είναι πλέον μία πλατφόρμα που ασκεί ισχυρή επιρροή στην κοινή γνώμη. Και είναι εύλογο ότι οι υπηρεσίες ασφαλείας που επιδιώκουν να διαμορφώνουν τις τάσεις της κοινής γνώμης θα δείξουν πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για το Twitter.

Θα ήταν αβάσιμο να υποστηρίξουμε ότι κάτι δεν πηγαίνει καλά όταν ένας εργαζόμενος στη «μεγάλη κυβέρνηση» αλλάζει δουλειά και βρίσκεται στον χώρο των «μεγάλων media».

Η περίπτωση του Facebook

Αλλά η διαπίστωση αυτή δεν αφορά μόνο το Twitter. Το Facebook, για παράδειγμα, έχει επίσημη σχέση συνεργασίας με το Εργαστήριο Ψηφιακών Ερευνών του Ατλαντικού Συμβουλίου, η οποία εξασφαλίζει στο Ατλαντικό Συμβούλιο πρόσβαση και άσκηση επιρροής στους λογαριασμούς των 2,9 δισεκατομμυρίων χρηστών, κρίνοντας το περιεχόμενο που πρέπει να προωθηθεί ή να περιοριστεί.

Το Ατλαντικό Συμβούλιο, δηλαδή το think tank του ΝΑΤΟ, λειτουργεί ως «τα μάτια και τα αφτιά» του Facebook, σύμφωνα με δελτίο Τύπου του Facebook, όπου υπάρχουν καταγγελίες ότι οι αντιπολεμικές και αντισυστημικές φωνές συστηματικά παρεμποδίζονται.

Οι πράκτορες στο γυαλί

Αλλά και τα τηλεοπτικά δίκτυα στην Αμερική σπεύδουν να βάλουν στο δυναμικό τους πρώην πράκτορες και μανδαρίνους των δομών ασφάλειας και αντικατασκοπείας. Ο κατάλογος είναι μακρύς, σύμφωνα με το realnews.com. Μεταξύ αυτών οι πρώην διευθυντές της CIA Τζον Μπρέναν (NBC, MSNBC) και Μάικλ Χάιντεν (CNN), ο διευθυντής της Εθνικής Υπηρεσίας Αντικατασκοπείας Τζέιμς Κλάπερ (CNN), και ο πρώην σύμβουλος της Υπηρεσίας Εσωτερικής Ασφάλειας Φράνσις Τάουνσεντ (CBS).

Και στην παραγωγή των ειδήσεων που καταναλώνουν οι Αμερικανοί (και όχι μόνο) είναι άτομα που έκαναν εκπαίδευση στη CIA, όπως ο Άντερσον Κούπερ (CNN), ή έκαναν αιτήσεις για να μαθητεύσουν στο Λάνγκλεϊ, όπως οι Τάκερ Κάρλσον (Fox) και Μίκα Μπρεζίνσκι (MSNBC), η οποία είναι κόρη του άλλοτε πανίσχυρου συμβούλου εθνικής ασφάλειας του Λευκού Οίκου. Αλλά και το FBI έχει δικούς του ανθρώπους στην τηλεόραση, όπως οι Τζέιμς Γκαλιάνο (Fox), Άσα Ρανγκάπα (CNN) και Φρανκ Φιλιούτζι (NBC, MSNBC).

Με άλλα λόγια, κάποτε οι υπηρεσίες εθνικής ασφάλειας κατέβαλαν προσπάθειες να διεισδύουν στα media. Σήμερα μπορούμε να πούμε ότι οι δομές εθνικής ασφάλειας είναι τα media. Η τάση των μεγάλων οργανισμών ενημέρωσης να αντλούν στελέχη από τις υπηρεσίες ασφαλείας είναι βέβαιο πως υπονομεύει τους ισχυρισμούς τους για ουδετερότητα.

Η διαπλοκή, της διαπλοκής

Είναι αυτονόητο ότι όσοι πέρασαν από υπηρεσίες ασφαλείας και εργάζονται σήμερα στα μέσα μαζικής επικοινωνίας δεν έχουν αυτομάτως τον ρόλο του «κακού», ούτε έχουν ως αποκλειστική αποστολή την παραπληροφόρηση. Αλλά είναι εντυπωσιακή η εκπροσώπηση του FBI, της CIA και του ΝΑΤΟ σε κορυφαία ΜΜΕ που διαμορφώνουν την κοινή γνώμη.

Αλλά μπορούμε να υποθέσουμε ότι τα άτομα που πέρασαν από τέτοιες δομές και σήμερα έχουν θέσεις – κλειδιά στα media δεν θα αναλάβουν πρωτοβουλίες ελέγχου των υπηρεσιών ασφαλείας, αντιθέτως είναι πιο πιθανό ότι θα συνεργαστούν μαζί τους.

Είναι μάλιστα τόσο έντονη η διαπλοκή και η διασύνδεση ανάμεσα στην εξουσία και τα ΜΜΕ που γίνεται ολοένα και δυσκολότερο να αντιληφθούμε πού σταματά η «μεγάλη κυβέρνηση» και αρχίζει ο χώρος δράσης των «μεγάλων media».

Το FBI είναι η κεντρική υπηρεσία εσωτερικής ασφάλειας, αλλά τα τελευταία χρόνια έχει διευρύνει τον ρόλο του και στην κυβερνοασφάλεια.

Έτσι προκαλεί ερωτηματικά η πορεία της Ντον Μπάρτον από διευθύντρια επιχειρήσεων στη Lockheed Martin προς τη θέση της συμβούλου καινοτομίας στο FBI κι από εκεί στη θέση της διευθύντριας στρατηγικής και επιχειρήσεων για τη δημόσια πολιτική και την ασφάλεια στο Twitter.

Στην ίδια εταιρεία κατέχει τη θέση του αντιπροέδρου της νομικής υπηρεσίας ο Τζιμ Μπέικερ, που πέρασε τέσσερα χρόνια στο FBI, από το 2014 ώς το 2018.

Οι κολοσσοί των media αρέσκονται να δίνουν θέσεις – κλειδιά σε ανθρώπους των δομών ασφαλείας. Σαν να αντλούν εξουσία από τον πρότερο επαγγελματικό βίο τους. Το βέβαιο είναι πως οι άνθρωποι που μεταπηδούν από τις υπηρεσίες ασφαλείας στα media έχουν την άνεση να σηκώσουν το τηλέφωνο για να μιλήσουν με πρώην συναδέλφους τους, οι οποίοι με τη σειρά τους φροντίζουν να «περάσουν» τις πληροφορίες που έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την εκάστοτε υπηρεσία.

Το Ατλαντικό Συμβούλιο συνδέεται με πολλές περιπτώσεις διασποράς ψευδών ειδήσεων τα τελευταία χρόνια. Έχει δημοσιεύσει μια σειρά από εκθέσεις βάζοντας στο στόχαστρο κόμματα σε ευρωπαϊκές χώρες που θεωρήθηκαν απειλητικά για το status quo: από το Εργατικό Κόμμα της Βρετανίας, υπό τον Τζέρεμι Κόρμπιν, μέχρι τους Podemos και το Vox στην Ισπανία και τον ΣΥΡΙΖΑ. Ούτε λίγο ούτε πολύ τα κόμματα αυτά χαρακτηρίστηκαν «Δούρειος Ίππος του Κρεμλίνου».

Η αμερικανική κυβέρνηση είναι πηγή ευρύτατων επιχειρήσεων άσκησης επιρροής στον κόσμο. Το 2011 ο «Guardian» είχε αποκαλύψει την οργάνωση μιας ευρείας επιχείρησης του αμερικανικού στρατού σε όλο τον κόσμο για την άσκηση επιρροής, που γινόταν με ειδικά σχεδιασμένο λογισμικό, το οποίο επέτρεπε στους Αμερικανούς «να καθοδηγούν μυστικά τα social media» χρησιμοποιώντας ψεύτικους λογαριασμούς χρηστών που έμπαιναν και επηρέαζαν συζητήσεις και διέδιδαν την αμερικανική προπαγάνδα.

Υπάρχει, κατά συνέπεια, θέμα αξιοπιστίας των ΜΜΕ που αναθέτουν θέσεις – κλειδιά σε ανθρώπους που προέρχονται από τη δεξαμενή των μυστικών υπηρεσιών, δηλαδή από εκεί όπου δημιουργήθηκε το πρόβλημα.


Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου