Αθλητισμός της ξιπασιάς ή της αξιοπρέπειας;

 

Στο Μόναχο κανένας αθλητής δεν ευχαρίστησε τον Θεό ή την Ελλάδα. Δεν ακούστηκε κανένα προκάτ επικοινωνιακό τσιτάτο τύπου «Για την Ελλάδα, ρε γαμώτο».

Της Μίκας Αγραφιώτου

Την τελευταία εβδομάδα διεξήχθη στο Μόναχο της Γερμανίας το Πανευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Στίβου, με τις συμμετοχές από την Ελλάδα να μετράνε πέντε μετάλλια συνολικά, τα τέσσερα από αυτά χρυσά.

Σχεδόν όλοι όσοι ασχολούνται με τον μικρόκοσμο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης παρατήρησαν ουσιαστικές διαφορές στις συμπεριφορές των τωρινών Ελλήνων αθλητών σε σχέση με εκείνες που είχαμε συνηθίσει μέχρι στιγμής, όχι μόνο από αθλητές τους στίβου αλλά σχεδόν σε συντριπτικό βαθμό από όλους τους Έλληνες πρωταθλητές.

Σε μια σύντομη σημειολογική ανάλυση, κανένας αθλητής δεν ευχαρίστησε ούτε τον Θεό ούτε την Ελλάδα για τη νίκη του. Δεν ακούστηκε κανένα προκάτ επικοινωνιακό τσιτάτο τύπου «Για την Ελλάδα, ρε γαμώτο», ούτε φάνηκε πουθενά οι αθλητές να είχαν την πεποίθηση ότι κάποια υπερφυσική δύναμη τούς προέτρεψε προς τη νίκη.

Αντίθετα, φάνηκαν πλήρως συνειδητοποιημένοι ότι η νίκη τους αποκτήθηκε με σκληρούς κόπους και θυσίες, με ελάχιστη οικονομική και πρακτική βοήθεια από την ελληνική πολιτεία, και σαφώς, με ανύπαρκτες κρατικές υποδομές. Αντίστοιχα, ήρθε και στην επιφάνεια η επιλεκτική λογική της ελληνικής πολιτείας να δίνει την ελληνική ιθαγένεια σε ανθρώπους, όπως η Ελίνα Τζένγκο -η χρυσή ακοντίστρια-, αφού πρώτα τους έχει επιβάλλει να βιώσουν έναν Γολγοθά, και μόνο όταν έχει να κερδίσει κάτι από αυτούς. Έ, μην μας φάει και τα μετάλλια η Αλβανία, είπαμε.

Πέραν από τις προσωπικές ιστορίες, που σχεδόν όλοι οι αθλητές μοιράστηκαν με το κοινό τις πραγματικές οικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπισαν, αυτό που σημάδεψε περισσότερο την παρουσία τους -εκτός προφανώς από την επιτυχία τους- ήταν και οι στάσεις ειλικρινούς ευγένειας μεταξύ τους. Όλοι χάρηκαν για τις επιτυχίες των συναθλητών τους, ακόμα και εκείνοι που δεν διακρίθηκαν με κάποιο μετάλλιο, έσπευσαν να αγκαλιάσουν τους πρωταθλητές. Ειδικά στην περίπτωση της πρωταθλήτριας Αντιγόνης Ντρισμπιώτη, η οποία κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο τόσο στα 35χλμ. όσο και στα 20χλμ. στο βάδην με την ιστορία της να συγκλονίζει όλη την χώρα, η συναθλήτρια και συν-διαγωνιζόμενή της στα 20χλμ βάδην, Χριστίνα Παπαδοπούλου, μετά τη λήξη του αγώνα έπεσε πάνω της και την αγκάλιασε με ενθουσιασμό.

Δεν έχουμε συνηθίσει τέτοιες συμπεριφορές στον ελληνικό αθλητισμό, όπου οι περισσότεροι αθλητές είτε φοράνε μια άψογη επικοινωνιακή μάσκα που τους απαλλάσσει από κάθε είδους συναίσθημα είτε ο ανταγωνισμός και ο αριβισμός με τον οποίο έχουν γαλουχηθεί σπάει περισσότερα ρεκόρ από τις αθλητικές τους επιδόσεις.

Στον σύγχρονο αθλητισμό, οι αθλητές έχουν μετατραπεί σε εμπορευματικές αξίες, έχουν επάνω τους αποτυπωμένες συγκεκριμένες τιμές στην αγορά. Πωλούνται και αγοράζονται από σπόνσορες, γίνονται τα κεντρικό πρόσωπα των μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών, ταυτίζονται με συγκεκριμένα προϊόντα, σε ένα σύνολο από μαρκετίστικες κινήσεις που αυξάνουν τόσο το οικονομικό και συμβολικό κεφάλαιο των αθλητών, όσο και των εταιρειών που τους «νοικιάζουν». Οι αθλητές, με τη σειρά τους, γίνονται brands, δηλαδή, το όνομά τους ισοδυναμεί μόνο με κεφάλαιο, που αν θέλουν να το διατηρήσουν, οφείλουν να είναι πάντα νικητές.



Πράγμα αδύνατο, όχι μόνο διότι ο σύγχρονος αθλητισμός έχει σύντομη ημερομηνία λήξης για τους ίδιους τους αθλητές σωματικά, όσο και για το γεγονός ότι βγαίνουν συνεχώς νέοι αθλητές έτοιμοι να γκρεμίσουν τους παλαιότερους, να αρπάξουν το βάθρο και το κεφάλαιό τους.

Ο ανταγωνισμός κορυφώνεται, γιατί εκτός από τη δόξα διακυβεύονται και πολλά εκατομμύρια χρηματικά, και οι εταιρίες που γίνονται σπόνσορες θέλουν να ταυτίζονται μόνο με νικητές και όχι με ηττημένους. Δεν είναι τυχαίο ότι τα τελευταία χρόνια η ντόπα πάει σύννεφο, και ντοπαρισμένα μετάλλια που φοριούνται με αθλητικά ρεκόρ να καταρρίπτονται δεν αποτελούν τίποτα άλλο από αυτή την ασφυκτική κορύφωση του ανελέητου ανταγωνισμού ανάμεσα στους αθλητές. Ένας ανταγωνισμός που κορυφώνεται κορυφώνει ταυτόχρονα με εξίσου έναν ανελέητο ναρκισσισμό, έναν καταστροφικό έρωτα με τον μοναχικό εαυτό τους, από τη στιγμή που τους έμαθαν ότι μόνο αυτός είναι ο πραγματικός τους αντίπαλος, ενώ όλοι οι υπόλοιποι είναι απλά αναγκαία εμπόδια.

Ακριβώς για αυτό τον λόγο βλέπεις παιδιά που πάνω τους αιωρούνται όλες οι επιδιώξεις και οι κόποι της οικογένειάς τους, να φορτώνονται βάρη και στερήσεις τελείως διαφορετικές από τους συνομηλίκους τους. Να βγάζουν το σχολείο με χίλια ζόρια, να προπονούνται ατελείωτες ώρες της ημέρας, να μην γνωρίζουν καμία κοινωνικοποίηση εκτός του αθλητικού κέντρου στο οποίο περνάνε όλη τους τη ζωή. Ακόμα και ο ύπνος είναι πολυτέλεια για τους αθλητές, το γρήγορο φαγητό και το ποτό αποτελούν απαγορευμένες λέξεις.

Όταν όλα αυτά γίνονται, μάλιστα, σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, που δεν δίνει δεκάρα ούτε σε πραγματικό ούτε και σε συμβολικό επίπεδο όσον αφορά τις αθλητικές υποδομές, παρά το μεγάλο φαγοπότι των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, όπου ακόμα και εκείνα τα στάδια μαζί με το Ολυμπιακό Χωριό κατέληξαν να σαπίζουν μέσα στα χρόνια που έμειναν αχρησιμοποίητα, η μόνη που επενδύει πάνω στους νέους αθλητές είναι η ίδια τους η οικογένεια και κανένας άλλος.

Έτσι, ο κάθε αθλητής είναι καταδικασμένος να φτάσει μέχρι εκεί που μπορεί να τον τραβήξει το οικογενειακό του κεφάλαιο, ούτε βήμα πιο πέρα. Η ελληνική πολιτεία επένδυσε σε αθλητές τη δεκαετία του 1990 ώστε να υπάρξουν κάποια μετάλλια στην Ολυμπιάδα του 2004 και να μην κακοφανούμε ως η διοργανώτρια χώρα. Εξ ου και το ντόπινγκ κορυφώθηκε, με τις γελοιότητες των πρωταθλητών Κωνσταντίνου Κεντέρη και της Κατερίνας Θάνου να αποτελούν πλήγμα για την ελληνική ολυμπιακή ομάδα, όπως και αργότερα του χάλκινου ολυμπιονίκη Λεωνίδα Σαμπάνη που του αφαιρέθηκε το μετάλλιο.

Και φέρθηκε άδικα τόσο η ελληνική πολιτεία όσο και η ελληνική κοινωνία σε αυτούς τους αθλητές, γιατί αυτή ήταν που τους έφερε σε αυτή την θέση εξαρχής. Ήταν τα δυνατά της χαρτιά, τα σίγουρα μετάλλια για την Ολυμπιάδα του 2004, όλοι περίμεναν διακρίσεις από τους συγκεκριμένους αθλητές και κανένας δεν μπορούσε να δεχθεί ότι είναι άνθρωποι, και ως άνθρωποι ενδέχεται να μην είναι πάντα νικητές, να μην καταφέρουν καν να πάρουν κάποιο μετάλλιο ή κάποια διάκριση, να συμμετάσχουν απλά, ώριμα και ευγενικά, αποδεχόμενοι την ανθρώπινη κατάσταση της «ήττας». Όμως, όταν το όνομά σου προσκολλάται δίπλα σε όνομα γνωστού πλοίου της γραμμής, όταν η εικόνα σου διακινείται παντού καθημερινά, σε επίπεδο αρρωστημένης προσωπολατρίας, τότε ούτε εσύ ο ίδιος δεν μπορείς να σκεφτείς το ενδεχόμενο της ήττας. Καταλήγεις όντως να είσαι μόνο εσύ και ο εαυτός σου, γιατί αυτό σου έμαθαν να είσαι όλοι όσοι σε ανέλαβαν, όταν κατάλαβαν ότι έχει κάποιο ταλέντο σε ένα άθλημα.

Αλίμονο, δεν δικαιολογώ σε καμία περίπτωση τη χρήση απαγορευμένων ουσιών από αθλητές που θέλουν να εξασφαλίσουν μια νίκη, αντίθετα το θεωρώ κάτι το απεχθές, το υποκριτικό και εννοείται, πλήρως αντιδεοντολογικό. Παρ’ όλα αυτά, δεν αρκεί να κουνήσουμε το δάχτυλο σαν απογοητευμένοι δάσκαλοι που οι μαθητές τους δεν έγραψαν καλή ορθογραφία, καθώς διακυβεύονται πολλά περισσότερα πράγματα από ένα μετάλλιο ή μια διάκριση σε ένα παγκόσμιο πρωτάθλημα. Από την ψυχική και σωματική υγεία των ίδιων των αθλητών, μέχρι την επικρατούσα αντίληψη για τον αθλητισμό και τον πρωταθλητισμό και πως αυτό μεταφράζεται από το κάθε κράτος.

Είναι αυτή ακριβώς η συνείδηση, ότι σπουδαίος αθλητής είναι μονάχα εκείνος που φέρνει μετάλλια και χορηγούς, πράγμα που αποτελεί και τη μόνη σχέση που έχουμε στην Ελλάδα με τον αθλητισμό, που οφείλει να αλλάξει ριζικά. Η ίδια η αντίληψη ότι ο πρωταθλητισμός αποτελεί μια βαθύτατα ατομική κατάκτηση, στην οποία η πολιτεία εμφανίζεται μόνο όταν υψωθεί η ελληνική σημαία και ακουστεί ο εθνικός ύμνος, ενώ μέχρι τότε είναι είτε άφαντη είτε πετάει ξεροκόμματα που ίσα-ίσα καλύπτουν τις βασικές ανάγκες των αθλητών.



 
Τώρα βλέπουμε παιδιά που προπονήθηκαν σε άθλια στάδια, σε άθλιες συγκυρίες, μετά από άθλιες συνθήκες εργασίας, χωρίς καμία ουσιαστική βοήθεια από την πολιτεία, αθλητές που για πρώτη φορά φαίνονται πολύ περισσότερο ως «άνθρωποι» παρά ως τα καλύτερα άλογα του ιπποδρόμου που αργότερα θα κοσμήσουν γιγάντιες αφίσες στους δρόμους και πάνω τους θα παιχτούν μαρκετίστικα στοιχήματα. Έχουν πλήρη επίγνωση τόσο των προνομίων που απολάμβαναν, όσο και εκείνων που δεν είχαν ποτέ, αλλά δεν είναι διατεθειμένοι να πουλήσουν και την ψυχή τους στο διάβολο για αυτά τα προνόμια, για μια θέση στην «αριστεία» έτσι όπως την έχει επιβάλλει η αστική τάξη.

Και η στάση των συγκεκριμένων αθλητών είναι που έχει προξενήσει ένα μαζικό κύμα συμπάθειας προς αυτούς, καθώς μέχρι στιγμής είχαμε γκώσει στα κακομαθημένα πλουσιόπαιδα που τα βρήκαν όλα έτοιμα -όχι ότι αυτό είναι από μόνο του κακό, κακό είναι να αγνοείς τόσο δραματικά τα προνόμιά σου-, που βρίζουν, που φωνάζουν και απειλούν τους αντιπάλους τους, που συμπεριφέρονται σαν να είναι μόνοι τους, που πετάνε ρακέτες όταν χάνουν και δεν έχουν καν την (τσι)τσίπα να σφίξουν το χέρι του αντιπάλου.

Η ποιότητα ενός πετυχημένου ανθρώπου δεν φαίνεται ούτε από το αποτέλεσμα, ούτε από τα νεοφιλελεύθερα επιχειρήματα της σκληρής δουλειάς και της σκληρής υπομονής και γενικά το ποσό υπάκουος είναι ο καθένας στο να υπομένει όλο τον ακραίο ανταγωνισμό για να δει την φάτσα του σε τεράστια πόστερς που διαφημίζουν παπούτσια και αναψυκτικά.

Χωρίς πρόθεση κάποιας ηθικολογικής προτροπής, καθώς σίγουρα μέχρι το τέλος της ζωής του κανείς δεν γνωρίζει από πριν πού θα καταλήξει, δεν μπορεί παρά να είναι θετικά όμορφο να παρατηρείται κάποια ποιότητα χαρακτήρα στους νέους αθλητές, και όχι η κακομαθημένη ξιπασμένη «τσογλανιά» των αθλητών που οι οικογένειες τους τους «φύτρωσαν» μέσα στον αθλητισμό με όλα τα μέσα και με όλους τους τρόπους, έχοντας ως αποτέλεσμα να συμπεριφέρονται σαν τους πρίγκιπες και τις πριγκίπισσες των σταδίων και των γηπέδων, φιλώντας σταυρούς και εικονίσματα και γλείφοντας χέρια πολιτικών, όλα στο επικοινωνιακό παιχνίδι που θα φέρει αναγνώριση, φράγκα και εξώφυλλα.



Και είναι παιδιά που στη χειρότερη δεν θα πάνε σε σπίτια παλάτια, ούτε σε έτοιμες καλοπληρωμένες δουλειές εάν και όταν «ηττηθούν». Δεν θα τους περιμένει καμία λαμπρή καριέρα κάπου αλλού, καμία διέξοδος όπου το όνομά τους θα αναγράφεται ακόμα με χρυσά γράμματα, έστω και με μικρότερο μέγεθος. Θα επιστρέψουν σε φούρνους, σε τσιπουράδικα, σε ταβέρνες, άντε να καταλήξουν προπονητές και δάσκαλοι.

Και όσο να πεις, το να αποζητάς και λίγο την αξιοπρέπεια, έχει μια ποιοτική διαφορά από το να είσαι απλά ένα άδειο χωνευτήρι διακρίσεων που μετά σε πετάνε στα αζήτητα ή σε κάνουν βουλευτή.


Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου