Ο πόλεμος του ‘40 και η γερμανική διπλωματία

 

Στρατηγικά η Γερμανία, ακόμη και η χιτλερική της εκδοχή, δεν είχε λόγους να εμπλέξει Ελλάδα και Γιουγκοσλαβία στον πόλεμο της Ευρώπης. Τι συνέβη και άλλαξε;

Του Νίκου Αλεξάτου

Όταν η Γερμανία απέστειλε στρατεύματα στη Ρουμανία για να εξασφαλίσει τις πετρελαιοπηγές στο Πλοέστι απέναντι στη βρετανική αεροπορία και σε ενδεχόμενη κατάληψή τους από την ΕΣΣΔ, ο Μουσολίνι θύμωσε. Η κίνηση της ναζιστικής Γερμανίας είχε γίνει αιφνιδιαστικά, χωρίς καμιά συνεννόηση με τον Ιταλό φασίστα δικτάτορα, και αυτός την εξέλαβε ως μεγάλη προσβολή. «Ο Χίτλερ θα μάθει από τις εφημερίδες πως εισέβαλα στην Ελλάδα» ανέκραξε ο Ντούτσε στο πρωινό συμβούλιο της 12ης Οκτωβρίου στη Ρώμη, όταν έμαθε τα νέα.


Η Γερμανία δεν είχε τηρήσει τον λόγο της. Μερικές μέρες πριν είχαν συναντηθεί ο Χίτλερ με τον Μουσολίνι και είχαν συζητήσει πώς θα μοιραστούν τη λεία από τη ντροπιαστικά ηττημένη Γαλλία. Η Ιταλία θα έπαιρνε την Κορσική, την περιφέρεια της Νίκαιας, την Τυνησία και το Τζιμπουτί. Περί Βαλκανίων το θέμα έμενε ως είχε: Ελλάδα και Γιουγκοσλαβία έπρεπε οπωσδήποτε να μην εμπλακούν στον πόλεμο και να μείνουν ουδέτερες, ώστε να μη βρεθεί πάτημα για τους Βρετανούς να φέρουν στρατό και κυρίως να μη φέρουν αεροπορία που θα μπορούσε να βομβαρδίσει. Κι όμως η Γερμανία έστειλε στρατό στη Ρουμανία.

Η Ιταλία καλλιεργούσε από χρόνια την επιθετικότητα εναντίον τόσο της Ελλάδας όσο και της Γιουγκοσλαβίας. Στα πλαίσια της πολιτικής για αναβίωση της «mare nostrum», μιας Μεσογείου υπό ιταλικό έλεγχο, της αναβίωση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η Ιταλία ήθελε να ενσωματώσει τόσο ελληνικές όσο και γιουγκοσλαβικές περιοχές στην περιοχή της Αδριατικής και του Ιονίου κατά βάση. Το 1940 τα πράγματα έδειχναν για την Ιταλία πως η στιγμή αυτής της επέκτασης κόντευε.

Η γερμανική πολιτική για τα Βαλκάνια

Διαχρονικά ο γερμανικός κόσμος έβλεπε τη διασφάλιση των συμφερόντων του σε σχέση με τα Βαλκάνια στον όσο το δυνατόν καλύτερο έλεγχο της λεκάνης του Δούναβη. Ο ποταμός που πηγάζει στη σημερινή νότιο Γερμανία και εκβάλλει στη Μαύρη Θάλασσα αποτελεί την πιο καλή οδό για μεταφορές. Αν δούμε τον χάρτη και έχουμε στο νου μας την ιστορία θα δούμε πως μεγάλο μέρος της λεκάνης του ποταμού ήταν σε γερμανικά και αυστριακά χέρια, ενώ η Ρουμανία και η Βουλγαρία έχουν ειδική πολιτικό-οικονομική μα και πολιτισμική σχέση με τον γερμανόφωνο κόσμο. Ο Δούναβης δίνει εξηγήσεις γιατί συμβαίνει αυτό. Το 1940 και οι δυο χώρες ήταν ρητά και άρρητα σύμμαχοι του Άξονα.

Αγκάθι πάντα παρέμενε η Σερβία και εν γένει η υπό σερβικό έλεγχο Γιουγκοσλαβία, καθώς αυτό το έθνος αρνούνταν πεισματικά, ακόμα και με το κανόνι και την ξιφολόγχη να τεθεί υπό γερμανική επιρροή. Οι συνέπειες πρώτα για τους Γιουγκοσλάβους και στη συνέχεια για τους Γερμανούς (και τους Αυστριακούς) είναι γενικά γνωστές τόσο στην περίοδο 1914-18 όσο και στα χρόνια 1941-45, με τελευταίο επεισόδιο τα γεγονότα του 1991-99. Η Σερβία πάντα θα είναι εχθρός της Γερμανίας, γεωπολιτικά, για να επιβιώσει ως έθνος και ως κράτος.

Η Ελλάδα και η Αλβανία από την άλλη στρατηγικά ήταν για τη Γερμανία αδιάφορες. Οι οικονομικές σχέσεις δεν είχαν κάποια ιδιαίτερη αξία, ενώ κάθε σκέψη για σημαντική πολιτική επιρροή θα σκόνταφτε στις πυκνές σχέσεις της Ελλάδας με τη Βρετανία και τελικά στα κανόνια των βρετανικών πολεμικών πλοίων. Η δε Αλβανία είχε ακόμα μικρότερο ενδιαφέρον λόγω γεωγραφίας – δύσκολα βουνά, σκληροί μαχητικοί κάτοικοι – και παραγωγικών δυνατοτήτων.

Η Γερμανία βέβαια είχε αναπτύξει οικονομικές σχέσεις με την Ελλάδα, ιδιαίτερα τη δεκαετία του 1930. Μας πουλούσε βιομηχανικά προϊόντα και τις εξαγάγαμε αγροτικά, κυρίως καπνό, σταφίδα και φρούτα. Μάλιστα εκείνη την περίοδο μας κατασκεύασαν στην Αθήνα το υπόγειο τμήμα του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου από Μοναστηράκι μέχρι Βικτώρια, μαζί και την Ομόνοια, κατά το πρότυπο της γραμμής 8 (U8) του μετρό του Βερολίνου.

Στρατηγικά λοιπόν η Γερμανία, ακόμη και η χιτλερική της εκδοχή, δεν είχε λόγους να εμπλέξει Ελλάδα και Γιουγκοσλαβία στον πόλεμο της Ευρώπης. Προτιμότερο ήταν οι δυο χώρες να είναι ουδέτερες, χωρίς την επικίνδυνη βρετανική αεροπορία, και να τροφοδοτούν το Ράιχ με αγροτικά προϊόντα, τόσο χρήσιμα για την εκτέλεση του μεγάλου σχεδίου, την επίθεση και κατάκτηση του ευρωπαϊκού τμήματος της ΕΣΣΔ. Ενώ η τελευταία με πονηριά και επιδεξιότητα έπλεκε τα δίχτυα μέσα στα οποία θα έκλεινε τελικά και θα συνέτριβε την πιο δολοφονική μηχανή της ανθρώπινης ιστορίας.

Η εισβολή των Ιταλών

Η Ιταλία έχτιζε τα επιχειρήματά της προκειμένου κάποια στιγμή να εισβάλει στην Ελλάδα. Η καταπίεση της αλβανικής μουσουλμανικής μειονότητας στην Τσαμουριά, το ζήτημα του Αιγαίου – τα Δωδεκάνησα ήταν ιταλική αποικία – και κυρίως οι αιτιάσεις πως η Ελλάδα δεν είναι πραγματικά ουδέτερη, αλλά κρυφά βοηθά την Αγγλία αποτελούσαν τη γραμμή των Ιταλών φασιστών. Και έτσι τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου οι ιταλικές μεραρχίες εισέβαλαν στην Ήπειρο και τη Δυτική Μακεδονία.

Δε θα σταθούμε εδώ στα γεγονότα του πολέμου παρά μόνο επιγραμματικά. Η ηγεσία του ελληνικού στρατού θεωρούσε πως η νίκη των Ιταλών ήταν δεδομένη, οι Ιταλοί θεωρούσαν το ίδιο, οι Βρετανοί, οι Γερμανοί, όλοι. Είχαν γίνει όμως κάποιες προετοιμασίες στα ελληνοαλβανικά σύνορα οι οποίες θα αποδεικνύονταν πολύτιμες. Έτσι, στα στενά περάσματα και στις κλεισούρες ο στρατός είχε φτιάξει φωλιές πολυβόλων και είχε προμηθευτεί μικρά κανόνια, ορειβατικά πυροβόλα των 10,5 εκατοστών. Αυτά, σε συνδυασμό με την τακτική μαεστρία των αξιωματικών και τη φοβερή μαχητικότητα των στρατιωτών, μπόρεσαν και κράτησαν τους Ιταλούς. Ο καιρός επίσης δε βοήθησε, καθώς την 28η Οκτωβρίου ξεκίνησε βροχή στην Πίνδο με αποτέλεσαν να κολλάνε στις λάσπες τα ιταλικά τανκς και τα οχήματα, ανάμεσα σε αυτά και οι «Κένταυροι». Κολλούσαν στις λάσπες και τα κατέστρεφαν από ψηλά τα κανόνια των Ελλήνων, ενώ λίγοι στρατιώτες με πολυβόλα μπορούσαν να σταματήσουν χιλιάδες εχθρούς στα στενά περάσματα που προαναφέραμε. Αλλά και στην ανοιχτή μάχη ο ελληνικός στρατός κατόρθωσε να κρατήσει τους Ιταλούς ήδη από την αρχή, στο Καλπάκι και αλλού.


Ταυτόχρονα, η κακοκαιρία εμπόδιζε τη μεταφορά εφοδίων και ανδρών με τα καράβια από την Ιταλία στη Αλβανία. Τέλος, κάτι στρατιωτικά σώματα Αλβανών που είχε συγκροτήσει η Ιταλία, απλά μόλις ξεκίνησαν οι εχθροπραξίες απλά διαλύθηκαν, οι Αλβανοί στρατιώτες στο τεράστιο μέρος τους λιποτάκτησαν κι άντε να τους βρεις στα αλβανικά χωριά και βουνά.

Αυτά περίπου εξηγούσε ο Μουσολίνι στον Χίτλερ με γράμμα του στις 22 Νοεμβρίου. Η ιταλική επίθεση είχε αποκρουστεί και ήδη από τις 14 του Νοέμβρη οι Έλληνες είχαν περάσει στην αντεπίθεση. Αυτό είχε οδηγήσει σε πολιτική και στρατιωτική κρίση στη Ρώμη με παραιτήσεις στρατηγών, ανάμεσα σ’ αυτούς και του Μπαντόλιο. Ο Χίτλερ είχε όμως ένα μεγάλο φόβο: μην χρησιμοποιήσουν οι Άγγλοι την Ελλάδα ως ορμητήριο και του βομβαρδίσουν τα πετρέλαια στη Ρουμανία, π.χ με αεροπλάνα από τη Λήμνο.

Η ελληνική ουδετερότητα

Ο φασίζων δικτάτορας Μεταξάς ήταν, πέρα από πρωθυπουργός, και υπουργός Εξωτερικών. Η πολιτική της Ελλάδας από την έναρξη του πολέμου τον Σεπτέμβρη του 1939 ήταν αυστηρή ουδετερότητα. Αυτό διαπίστωναν συνεχώς οι διπλωματικές και κατασκοπικές υπηρεσίες της Γερμανίας στην Ελλάδα και το μετέδιδαν στο Βερολίνο με κάθε ευκαιρία. Τον Ιούνη του 1940 για παράδειγμα κι ενώ η Γαλλία κατέρρεε, είπε ο Μεταξάς στον Γερμανό πρέσβη πως αν οι Άγγλοι επιχειρήσουν να καταπλεύσουν στην Κρήτη θα τους υποδεχτεί με κανονιές, ενώ το ελληνικό ναυτικό αφενός απομάκρυνε βρετανικό πολεμικό αφετέρου κατέλαβε και αφόπλισε το γαλλικό πλοίο «Theofile Gautier». Οι Ιταλοί βέβαια προσπαθούσαν να περάσουν στο Βερολίνο πληροφορίες, ψεύτικες, που να καταστούν την Ελλάδα ουσιαστική σύμμαχο της Βρετανίας. Οι γερμανικές υπηρεσίες στην Ελλάδα όμως διέψευδαν.

Όταν στα μέσα Νοεμβρίου είχε γίνει σαφές πως η Ιταλία δεν μπορεί να κατακτήσει την Ελλάδα ο Χίτλερ και τα στρατηγεία του κατέστρωσαν διπλό σχέδιο. Αφενός σχέδιο εισβολής στα Βαλκάνια την άνοιξη του 1941 και αφετέρου το σχέδιο για την επιχείρηση Μπαρμπαρόσα, την εισβολή δηλαδή στην ΕΣΣΔ τον Ιούνιο. Σκοπός της εισβολής στα Βαλκάνια ήταν η τελική εξασφάλιση έναντι των Βρετανών. Οι Γερμανοί προφανώς γνώριζαν τη στρατηγική σκέψη του Μεταξά, όπως αυτή διατυπώθηκε σε δυο ομιλίες στην Αθήνα άμα τη ενάρξει του πολέμου με την Ιταλία. Στις ομιλίες του μπροστά στους αρχισυντάκτες των εφημερίδων και στους ακαδημαϊκούς ο Μεταξάς χοντρικά υποστήριξε πως η Ελλάδα θα δεχτεί κάποια στιγμή επίθεση και από τη Γερμανία, θα χάσει μεν τον πόλεμο αλλά ίσως να κρατήσει την Κρήτη, αλλά στο τέλος θα νικήσουν οι Άγγλοι οπότε η Ελλάς θα είναι με τους νικητές στον γενικό πόλεμο. Σε όλα πλην Κρήτης έπεσε μέσα. Και τήρησε τη στρατηγική του με συνέπεια μέχρι το θάνατό του στις 27 Ιανουαρίου 1941, εν μέσω του πολέμου.

Η γερμανική διπλωματία

Ενώ στο Βερολίνο καταστρώνονταν τα σχέδια εισβολής για την άνοιξη, στην Αθήνα, στη Λέσχη αξιωματικών ο στρατιωτικός ακόλουθος της γερμανικής πρεσβείας βολιδοσκοπούσε Έλληνες αξιωματικούς για το ενδεχόμενο μιας ανακωχής. Βλέπουμε λοιπόν πως υπήρχε ακόμα η ελπίδα να καταστεί εκ νέου η Ελλάδα ουδέτερη ώστε να μη χρειαστεί να επιστρατευτούν τεράστιες δυνάμεις και μέσα για μια εισβολή της Βέρμαχτ και να διορθωθεί το στρατηγικό λάθος των Ιταλών.

Εν μέσω λοιπόν γενικευμένης ελληνικής αντεπίθεσης στα τέλη του Νοέμβρη ο συνταγματάρχης Κρίστιαν Κλεμμ φον Χόενμπεργκ πρότεινε να κάνει η Ελλάδα ανακωχή, να δώσει Θεσπρωτία, Κέρκυρα και Κεφαλονιά στους Ιταλούς, να διώξει όλους τους Άγγλους στρατιωτικούς που πλέον βρίσκονταν στην Ελλάδα. Αυτοί οι τελευταίοι και προκειμένου να είναι σαφές πως η Ελλάδα δεν έχει μπει στον πόλεμο ενάντια στη Γερμανία αλλά μόνο ενάντια στην Ιταλία βρίσκονταν στην Κρήτη και στη δυτική Ελλάδα, σε σημεία δηλαδή που καθιστούσαν σαφές πως εξυπηρετούν αποκλειστικά τον αντιιταλικό αγώνα και όχι κάποια αντιγερμανικά σχέδια. Προφανώς η πρότασή του αγνοήθηκε.


Στις 5 Δεκέμβρη 1940, 39η ημέρα του πολέμου συναντιούνται οι Γερμανοί στρατηγοί με τον Χίτλερ για να συζητήσουν την κατάσταση στα διάφορα μέτωπα. Ανοιχτά μέτωπα υπήρχαν στη Βόρεια Αφρική, στον αεροναυτικό πόλεμο σε Μεσόγειο, Βόρεια Θάλασσα και Ατλαντικό καθώς και το μέτωπο στην Αλβανία πλέον, καθώς οι Ιταλοί είχαν ήδη εκδιωχθεί από τα ελληνικά εδάφη. Σε αυτή τη συνάντηση ξανασυζητήθηκε η σχεδιαζόμενη βαλκανική εκστρατεία της ερχόμενης άνοιξης. Ο Χίτλερ εκεί επισήμανε πως η επίθεση εναντίον της Ελλάδας θα μπορούσε να καταστεί περιττή, αν η Ελλάδα ζητούσε ανακωχή με την Ιταλία και επέστρεφε σε ουσιαστική ουδετερότητα. Αμέσως οι διπλωματικές υπηρεσίες κινήθηκαν να μεταφέρουν το μήνυμα στους Έλληνες. Οι κινήσεις έγιναν μέσω του υπουργείου Εξωτερικών και όχι μέσω της αντικατασκοπείας, όπως αναφέρουν λανθασμένα κάποιοι και κάποιες ερευνήτριες.

Έπρεπε όμως να εξασφαλιστεί μυστικότητα, αφενός για να μη δημιουργηθεί πρόβλημα με τους συμμάχους Ιταλούς που θα ένιωθαν ξανά προσβεβλημένοι από μια τέτοια γερμανική κίνηση, αλλά και για να προστατεύσουν τους Έλληνες από ενδεχόμενες βρετανικές αντιδράσεις. Το μήνυμα πήγε στον Ούγγρο πρέσβη στη Μαδρίτη, τον ναύαρχο Αντόρκα, μέσω του Γερμανού πρέσβη Στόρερ, και ο Ούγγρος το μετέφερε στον Έλληνα πρέσβη, επίσης ναύαρχο Αργυρόπουλο. Ο Έλληνας πρέσβης ενημέρωσε αμέσως τον Βρετανό πρέσβη στην ισπανική πρωτεύουσα Σάμιουελ Χόουρ. Κι ο Μανιαδάκης, υπουργός της κυβέρνησης Μεταξά αναφέρει πως ένας άγνωστος σε αυτόν Γερμανός καθηγητής τον προσέγγισε εκείνες τις μέρες στην Αθήνα μαζί με τον πολιτιστικό ακόλουθο της γερμανικής πρεσβείας στην Αθήνα και του έκανε πρόταση να μεσολαβήσει η Γερμανία να τελειώσει ο πόλεμος. Ταυτόχρονα, και ο πρέσβης των ΗΠΑ στο Βερολίνο ενημέρωνε την Ουάσιγκτον πως η γερμανική διπλωματία προσέγγισε τον Έλληνα πρέσβη Ρίζο-Ραγκαβή με προτάσεις για ειρήνη. Τέλος, αναφορές έκανε και η εφημερίδα του Βελιγραδίου «Vremi». Μια εκδοχή ήταν να δώσει η Ελλάδα στη Βουλγαρία πρόσβαση στο Αιγαίο ως αντιστάθμισμα για τα εδαφικά κέρδη στα αλβανικά εδάφη και στα Δωδεκάνησα.

Η πρόταση, όπως υπάρχει στα αρχεία του Φόρεϊν Όφις, περιλάμβανε το να κρατήσει η Ελλάδα όσα αλβανικά εδάφη είχε πάρει από τους Ιταλούς, να μοιραστεί με την Τουρκία τα Δωδεκάνησα, να εκδιώξει κάθε Βρετανό στρατιωτικό και να ξαναμπεί σε καθεστώς αυστηρής ουδετερότητας. Ο Αργυρόπουλος μετέφερε την πρόταση στον Μεταξά, ο οποίος δεν του απάντησε ποτέ.

Στις 20 Δεκέμβρη ο Μεταξάς συναντήθηκε με τον Γερμανό πρέσβη Έρμπαχ φον Σόμπεργκ. Του εξήγησε πως σκοπός της Ελλάδας είναι να φύγουν οι Ιταλοί από τα Βαλκάνια, πως η Ελλάδα είναι υπέρ της συγκρότησης νέου αλβανικού κράτους και πως οι Βρετανοί στην Ελλάδα βρίσκονται μόνο και μόνο για να βοηθήσουν ενάντια στον Μουσολίνι. Στις σημειώσεις του ο Μεταξάς γράφει πως ο Έρμπαχ δεν ανέφερε τίποτε σχετικά με διαμεσολαβήσεις.

Η Ελλάδα δεν απάντησε λοιπόν στις γερμανικές προτάσεις. Ο Μεταξάς έδειξε συνέπεια στις θέσεις του. Για τον ρόλο του βέβαια στον πόλεμο γενικά δεν είναι εδώ ο χώρος να γίνει ανάλυση και κρίση. Μετά την πρωτοχρονιά του 1941 ο Έλληνας πρέσβης στο Βερολίνο επισκέφτηκε τον Γερμανό υφυπουργό Εξωτερικών Βαϊτσέκερ για να του επιδώσει τις καθιερωμένες πρωτοχρονιάτικες ευχές του βασιλιά Γεωργίου Β΄ προς τον Χίτλερ. Ο Βαϊτσέκερ τις δέχτηκε και είπε πως ο Φύρερ ευχαριστεί. Ο Ραγκαβής έφυγε και μόλις γύρισε στην πρεσβεία πήρε τον Βαϊτσέκερ τηλέφωνο να τον ρωτήσει αν ο Χίτλερ ανταποδίδει τις ευχές. Ο Βαϊτσέκερ είπε πως όχι, ευχαριστεί, αλλά δεν ανταποδίδει. Η Γερμανία είχε πλέον εγκαταλείψει τις προσπάθειες μεσολάβησης. Η επίθεση θα γίνονταν.

__________________

(Το παρόν κείμενο αποτελεί σύνοψη των βασικών μερών της διπλωματικής εργασίας που εκπόνησα το 2015 στο Βερολίνο. Για πηγές και ολόκληρη την εργασία βλ. https://www.academia.edu/45599574/Der_griechisch_italienische_Krieg_1940_1941_und_die_Einmischung_von_au%C3%9Fen_Deutsche_Au%C3%9Fenpolitik_in_Bezug_auf_den_griechisch_italienischen_Konflikt )


Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου