Όλες οι δημοσκοπήσεις μετά το δυστύχημα των Τεμπών δείχνουν ότι τα αισθήματα που κυριαρχούν στην κοινωνία είναι ο θυμός και η οργή. Δείχνουν επίσης ότι το μεγαλύτερο μέρος αυτής της οργής κατευθύνεται στον πρωθυπουργό Κ. Μητσοτάκη, με το 70% περίπου των πολιτών ν’ αποδοκιμάζουν τους χειρισμούς του μετά την τραγωδία – περισσότεροι και από όσους αποδοκιμάζουν την αντίδραση του Κώστα Αχ. Καραμανλή.
Του Δημήτρη Τσίρκα
Σε τέτοιες περιπτώσεις, οι επικοινωνιολόγοι συμβουλεύουν τα πρόσωπα που βρίσκονται στο επίκεντρο της κρίσης να αποσυρθούν από την πρώτη γραμμή της δημοσιότητας, να εμφανίζονται όσο το δυνατόν λιγότερο και ν’ αποφεύγουν τα πολλά λόγια, πόσο μάλλον τα προκλητικά.
Όταν χρειαστεί να μιλήσουν, πρέπει να πείθουν ότι έχουν συναίσθηση της βαρύτητας του γεγονότος – να δείχνουν, αν όχι συντετριμμένοι, τουλάχιστον σεμνοί και ταπεινοί. Και αυτά που θα πουν οφείλουν να επικεντρώνουν στους παθόντες (τα θύματα, τους συγγενείς, την κοινωνία), στην κατά το δυνατόν αποκατάσταση της ζημιάς που υπέστησαν και την πειστική διαβεβαίωση ότι δεν θα ξανασυμβεί και όχι, βέβαια, στο άτομο τους – It’s not about you… even if it is about you.
Όλα αυτά είναι στοιχειώδη σε κάθε εγχειρίδιο διαχείρισης κρίσεων και αποκατάστασης του «brand» της εταιρείας ή του προσώπου. Εφαρμόζονται δε όταν έχουν αποτύχει τα αμέσως προηγούμενα στάδια, αυτά της άρνησης – μετάθεσης της ευθύνης και της διάχυσης των ευθυνών, οπότε ο «πελάτης» – στην προκειμένη, η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός, αναγνωρίζονται, καλώς ή κακώς, ως οι βασικοί υπαίτιοι της κρίσης.
Ο Μητσοτάκης ακολούθησε πιστά τα εγχειρίδια, όσον αφορά τα πρώτα στάδια. Έτσι, στην αρχή απέδωσε το δυστύχημα σε «τραγικό ανθρώπινο λάθος». Όταν αυτό δεν έπιασε και η οργή του κόσμου αντί να καταλαγιάσει, φούντωσε ακόμα περισσότερο, βγήκε με ένα ποστ στο Facebook να ζητήσει «συγγνώμη» και κυρίως να διαχύσει τις ευθύνες – φταίμε όλοι, φταίνε οι διαχρονικές παθογένειες του κράτους κλπ.
Έγραψε, μάλιστα, ότι οι νέοι έχουν δίκιο να διαδηλώνουν για την «κακιά χώρα» που τους σκοτώνει, άσχετα αν λίγες ώρες μετά έστειλε την αστυνομία να τους πνίξει στα χημικά, στο συλλαλητήριο στο Σύνταγμα.
Αλλά η συγγνώμη που ζήτησε δεν ήταν απλώς υποκριτική. Ήταν εξοργιστική. Δεν ζήτησε συγγνώμη για τα λάθη και τις παραλείψεις τα δικά του και της κυβέρνησής του, αλλά γιατί δεν κατάφερε «έγκαιρα» να αντιμετωπίσει όλες τις παθογένειες, παρόλο που έχει διορθώσει πολλές από αυτές. Δεν ζήτησε συγγνώμη για τον εαυτό του, αλλά για όλους εμάς, γιατί δεν κατάφερε να μας εκπολιτίσει, να μας κάνει ανθρώπους!
Όπως ήταν αναμενόμενο, ο κόσμος αναγνώρισε τον εμπαιγμό και θύμωσε ακόμα περισσότερο – η απεργία και η συγκέντρωση της 8ης Μάρτη ήταν από τις πιο μαζικές των τελευταίων ετών.
Κάπου εκεί ο Μητσοτάκης αρχίζει ν’ αποκλίνει από τα εγχειρίδια των επικοινωνιολόγων. Πλέον, μοιάζει ανίκανος να αντιληφθεί το προφανές: ότι οι παρεμβάσεις του αντί να βελτιώνουν την εικόνα του και τη κυβέρνησης, την κάνουν χειρότερη, αντί να κατευνάζουν την οργή του κόσμου, την πολλαπλασιάζουν. Ενώ θα έπρεπε να κάνει ένα βήμα πίσω, εκείνος κλιμακώνει, κάνει τη μία δήλωση μετά την άλλη – η μία πιο εξωφρενική από την άλλη.
Σήμερα, για παράδειγμα, σε προεκλογική συγκέντρωση στο Μαρούσι, ξεστόμισε ότι: «όλοι μας είμαστε στεναχωρημένοι, θυμωμένοι, οργισμένοι γι’ αυτό το τραγικό ατύχημα το οποίο στοίχισε τις ζωές σε 57 συμπολίτες μας, ανάμεσά τους πολλά νέα παιδιά.».
Όλοι οργισμένοι λοιπόν και αυτοί που σακατεύτηκαν και οι συγγενείς τους και όσοι βλέπουν ότι θα μπορούσαν να είναι στη θέση τους. Μαζί τους και ο Μητσοτάκης που η δουλεία του ήταν να εξασφαλίσει να μη γίνονται τέτοια δυστυχήματα και που ο ίδιος δεν θα έμπαινε ποτέ στο τραίνο, ώστε να κινδυνεύσει. Εδώ δεν κάνει απλώς διάχυση των ευθυνών, τοποθετεί λαθραία και χυδαία τον εαυτό του στη μεριά των πασχόντων. Διαπράττει ύβρη.
Επανέλαβε δε τη χυδαιότητα του Τσίμα και του Πορτοσάλτε περί θυσίας λέγοντας ότι: «Η καλύτερη δικαίωση για τη θυσία των παιδιών στα Τέμπη είναι να διασφαλίσουμε ότι αυτό δεν θα ξαναγίνει.»
Και το κερασάκι στην τούρτα, την Τρίτη 21 Μάρτη, θα παίξει συνέντευξή του – εννοείται μαγνητοσκοπημένη – στον Σταύρο Θεοδωράκη, στην οποία, όπως τουίταρε ο δημοσιογράφος: «νέοι που ήταν στο τρένο και έζησαν τον εφιάλτη στα Τέμπη, απευθύνουν τα ερωτήματά τους στον πρωθυπουργό».
Οι νέοι, δηλαδή, που επέζησαν από το φονικό δυστύχημα θα έχουν τη μεγάλη ευκαιρία να εμφανιστούν ενώπιον του Μητσοτάκη και να του απευθύνουν ερωτήσεις και αυτός ως σοφός και μεγαλόψυχος ηγεμόνας θα τους απαντήσει!
Ο άνθρωπος έχει πάρει διαζύγιο από την πραγματικότητα! Η πλειονότητα του κόσμου δεν αντέχει πλέον να τον βλέπει, αλλά αυτός πιστεύει ότι είναι η πριγκίπισσα Νταϊάνα που τα πλήθη παραληρούσαν σε κάθε της εμφάνιση. Αν δεν τον μάζευαν οι Σκέρτσοι και οι Γεραπετρίτηδες θα έβγαζε σέλφις μπροστά στο μοιραίο τραίνο και θα ρωτούσε τους επιζώντες «τι θα τον κεράσουν».
Ο Μητσοτάκης είναι το δημιούργημα των επικοινωνιολόγων που αυτονομήθηκε από τον έλεγχο τους και έπαψε να ακολουθεί τις οδηγίες τους. Στέκεται μπροστά στον παραμορφωτικό καθρέφτη που του έστησαν και θαυμάζει την εξωραϊσμένη αντανάκλασή του. Τι θα ήταν άλλωστε χωρίς αυτούς, ένα αδειανό πουκάμισο, ένα «κύμβαλο αλαλάζον».
Ο Μητσοτάκης είναι για την επικοινωνία ό,τι ήταν το τέρας του Φρανκενστάιν για την επιστήμη. Είναι το αντίθετο της τεχνητής νοημοσύνης – η τεχνητή αποβλάκωση που αυτονομήθηκε και κάνει του κεφαλιού της. Για αυτό και είναι ικανός να επικοινωνήσει ακόμα και το σχοινί που θα τον «κρεμάσουν».
ΥΓ. Ένα σχόλιο για τον Θεοδωράκη. Ο Σταύρος Θεοδωράκης ήταν ο πρώτος που λάνσαρε στην Ελλάδα το στιλ του χίπστερ δημοσιογράφου – σχολιαστή. Του τύπου που με το ίδιο μπλαζε, δήθεν ψαγμένο ύφος κάλυπτε τα πάντα, από τα χιπστερομάγαζα του Παγκρατίου, μέχρι το τράφικινγκ και την παιδική πορνογραφία.
Μια από τις κορυφαίες «δημοσιογραφικές» στιγμές του ήταν το 2012, όταν ξέπλυνε στα ίσα τον φυρερίσκο Νίκο Μιχαλολιάκο σε μια χαλαρή κουβεντούλα μέσα στα γραφεία της ναζιστικής οργάνωσης, πίνοντας καφεδάκι από κούπα με το λογότυπο της Χρυσής Αυγής.
Λίγο μετά, ο Θεοδωράκης αποφάσισε να ασχοληθεί με την πολιτική για να σώσει την Ελλάδα όπως έσωζε γατάκια. Με αδρή στήριξη από τα ΜΜΕ, το 2014 έστησε Το Ποτάμι, το πρώτο καθαρό μεταπολιτικό κόμμα στην Ελλάδα.
Χωρίς σαφή ιδεολογία, με σημαία του τον αντιλαϊκισμό και κούφιες έννοιες όπως η κοινή λογική και η αριστεία, Το Ποτάμι επιχείρησε να λειτουργήσει ως ανάχωμα στη ριζοσπαστικοποίηση της κοινωνίας. Στην πράξη, ήταν η ενσάρκωση του «μαζί τα φάγαμε» σε μια χίπστερ, φρέσκια και ελκυστική εκδοχή σε μορφωμένα μεσοστρώματα που δεν τα είχε αγγίξει σοβαρά η κρίση.
Για αυτό και μάζεψε μια dream team από γυρολόγους της πολιτικής, όπως ο Γ. Ψαριανός και ο Χάρης Θεοχάρης, ή απογειωμένα νούμερα, όπως το καφάσι, Ν. Γιατρομανωλάκης και η Χριστίνα Ταχιάου που δεν της έφτανε ο μισθός του βουλευτή γιατί… έπρεπε να κάνει πολλά κεράσματα. Όλοι τους πλέον κατοικοεδρεύουν στη ΝΔ και σιτίζονται από το Δημόσιο.
Ποιος λοιπόν είναι καταλληλότερος να βοηθήσει στο ξέπλυμα του Μητσοτάκη από τον Σταύρο Θεοδωράκη; Από το «μαζί τα φάγαμε» στο «μαζί τους σκοτώσαμε» ένα ρυάκι απόσταση.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου