Ο Σαββόπουλος, και πολλοί του συναφιού του ...


Ο Σαββόπουλος και οι άλλοι ακροκεντρώοι έχουν υφαρπάξει το δικαίωμα να λένε όποια ανοησία τους κατέβει και να έχουν και την απαίτηση από πάνω να μην τους γίνεται καμία κριτική γιατί αυτό το ορίζουν ως «φασισμό»

Της Μίκας Αγραφιώτη *

Και, όμως, τον Νιόνιο τον συγχωρούσαμε διαρκώς, και τον συγχωρούσαμε όχι μόνο γιατί μας παρουσιάστηκε ως «εκκεντρικός», αλλά γιατί μας έδωσε μερικούς από τους καλύτερους δίσκους της νεότερης ελληνικής μουσικής, για την ακρίβεια σχημάτισε την ελληνική μουσική σε αυτό που είναι σήμερα. Έφερε το ροκ στην Ελλάδα και το πάντρεψε με τέτοιο όμορφο τρόπο με τα ανατολίτικα και βαλκανικά ακούσματα που ακόμα και οι σύγχρονοι καλλιτέχνες επιστρέφουν κάποια στιγμή στο «Φορτηγό» και τον «Μπάλλο» για να εμπνευστούν και ας μην το παραδέχονται. Συν του ότι, στην πλειονότητά τους, οι καλλιτέχνες που εμείς αγαπάμε σήμερα, προωθήθηκαν κάποια στιγμή από τον Σαββόπουλο, με τους περισσότερους να βγάζουν τον πρώτο τους δίσκο κατόπιν προτροπής του Νιόνιου στις δισκογραφικές. Για τουλάχιστον δύο δεκαετίες, ο Σαββόπουλος υπήρξε μανιακός κυνηγός ταλέντων, προφανώς εκπληρώνοντας και κάποιους δικούς του εγωισμούς και όχι μόνο από καλή καρδιά, αλλά και αυτό αποτελεί έναν λόγο που πολλοί από τους παλιούς μουσικούς κάνουν την πάπια σχετικά με τον σταδιακό πολιτικό εκφυλισμό του.

Σε κάθε περίπτωση, αυτό που κατάφερε ο Σαββόπουλος καλλιτεχνικά δεν μπορεί κανένας να του το αφαιρέσει, όσο και να χτυπιέται κάτω και όσο και να εμφανίζει κλεψιμέικα ριφάκια, μέτρα, ολόκληρα τραγούδια και στιχάκια. Και αυτό είναι ακόμα πιο αστείο, αν σκεφτούμε ότι η μισή έντεχνη σκηνή δημιουργήθηκε πάνω σε ένα τραγούδι του Eric Clapton.

 

 Πολιτικά, όμως, ο Σαββόπουλος, ήταν πάντα κάτι άλλο από αυτό που «εμείς» θα θέλαμε, όχι επειδή συντηρητικοποιήθηκε μέσα από την ψύχωσή του για τον Ντίλαν,  ο οποίος à propos, πράγματι, έγινε θρήσκος και προληπτικός τις δεκαετίες του 1970-1980. Ακόμα και η πιο άψογη μίμηση λαμβάνει χώρα σε ένα διαφορετικό πλαίσιο και περιβάλλον από εκείνο του πρωτότυπου, πράγμα που σημαίνει ότι διαμεσολαβούνται και άλλες καταστάσεις, κοινωνικοπολιτικές συνθήκες και προσωπικές επιλογές ώστε να καθίσταται αδύνατο να κατασκευαστεί ένα ακριβές αντίγραφο από τα αρχικά δεδομένα, χωρίς έστω την παραμικρή παραμόρφωση, ειδικά όταν μιλάμε για ανθρωπότυπους και όχι για φωτοτυπικά.

Λίγο πιο σοβαρά, ο Σαββόπουλος υπήρξε από τους πρώτους που διαμόρφωσαν το λεγόμενο «αντιλαϊκιστικό» μέτωπο της αριστεράς στην Ελλάδα ήδη από τη δεκαετία του 1980, το οποίο ξεκίνησε από ορισμένους διανοητές της ανανεωτικής αριστεράς ως κριτική στις πολιτικές στρατηγικές του ΠΑΣΟΚ και κατέληξε να υιοθετείται από τη συντηρητική δεξιά ως βασικό αντιλαϊκό πρόταγμα το οποίο διατρανώνει ότι παλεύει με αυτό το ανοσιούργημα που λέγεται «λαϊκισμός», αλλά στην ουσία έχει στήσει τον ίδιο τον λαό στον τοίχο και τον χτυπάει διαρκώς, κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Στην πορεία των χρόνων, και όσο το ΠΑΣΟΚ βυθιζόταν ολοένα και περισσότερο στην πολιτική και οικονομική κρίση, ορισμένες περσόνες του συγκεκριμένου χώρου που είχαν παγιωθεί ως οι πνευματικές και καλλιτεχνικές κορυφές στην Ελλάδα, καλά τοποθετημένες πλέον στον γυάλινο πύργο τους από τον οποίο δεν τους ξεκουνούσε κανένας, υιοθέτησαν εξ’ ανάγκης και αυτούς τους κανόνες περί «αριστείας» τους οποίους μας πλασάρουν σήμερα ως δικούς τους οι δεξιοί γιατί πολύ εύκολα κατάφεραν να ταυτιστούν αυτοί οι δύο, προερχόμενοι από διαφορετικές πολιτικές αρχές και συμβάσεις, συντηρητισμοί.

Ο Σαββόπουλος, και πολλοί του συναφιού του – ένα περίεργο φάσμα ανθρώπων το οποίο κυμαίνεται από ηθοποιούς μέχρι ακαδημαϊκούς-, έχουν κοτσάρει πάνω τους την ταμπέλα της πνευματικής«ελίτ», της «κρεμ ντε λα κρεμ» της ελληνικής κοινωνίας, και μα τον Τουτάτη, δεν την αφήνουν από τα χέρια τους με τίποτα. Θεωρούν τους εαυτούς τους καλύτερους και τους άριστους, τους μοναδικούς που μπορούν να έχουν σωστή γνώμη και άποψη για τα κοινά, και δεν σκιρτάει το βλέφαρό τους για αυτό το αξίωμα που τους δόθηκε ούτε δευτερόλεπτο.
Τι και αν ο πολιτικός λόγος που εκφράζουν, όταν τον εκφράζουν, είναι τόσο ανούσιος και άνοστος που κάνει τον εγκέφαλό μας να τιλτάρει, ο Σαββόπουλος και οι άλλοι ακροκεντρώοι έχουν υφαρπάξει το δικαίωμα να λένε όποια ανοησία τους κατέβει και να έχουν και την απαίτηση από πάνω να μην τους γίνεται καμία κριτική γιατί αυτό το ορίζουν ως «φασισμό», και μάλιστα ως «κόκκινο φασισμό». Δηλαδή, θεωρούν ως αναφαίρετο δημοκρατικό τους δικαίωμα -και είναι- να λένε ό,τι χοντράδα θέλουν, όπως για παράδειγμα το να σταλούν οι μετανάστες και οι τοξικομανείς σε ξερονήσια, αλλά ταυτόχρονα χαρακτηρίζουν ως αντιδημοκρατικό το κράξιμο που γίνεται μετά. Και όχι μόνο αυτό, αλλά έχουν ορίσει αυτόκλητα και την πάρτη τους ως τους σύγχρονους Ναΐτες ιππότες της Δημοκρατίας που μάχονται με τον «δράκο» του «λαϊκισμού», δηλαδή, κατά βάση, με τον ίδιο τον λαό. Τον ίδιο λαό που κάποτε του απευθύνθηκαν ως φίλοι, ως σύντροφοι, ως συνεργάτες, τώρα τον φτύνουν κατάμουτρα και του λένε ότι βρέχει.

Νομίζω πως το βασικό ερώτημα που πρέπει να διερευνηθεί δεν είναι αν οι εν λόγω περσόνες είναι καλοί καλλιτέχνες, καλοί ακαδημαϊκοί ή καλοί στο οποιοδήποτε επάγγελμα επιδίδονται, αλλά το αν υπήρξαν, πραγματικά, αριστεροί ή αν παρασίτησαν στην αριστερά και στον προοδευτικό χώρο για όσο καιρό τους ήταν αναγκαίο και μετά μπήκαν σε μια τροχιά υποτιθέμενου«no politica» μέχρι να φτάσουν τώρα να είναι απολογητές της πιο αισχρής δεξιάς κυβέρνησης που έχει έχουμε βιώσει από τη Μεταπολίτευση. Και αυτό όχι στα πλαίσια ενός «αριστερόμετρου», αλλά συνδυάζοντας το ως επέκταση ενός άλλου, ίσως πιο επίμονου και επίπονου ερωτήματος.

Γιατί το πιο επίπονο, ίσως, ερώτημα είναι να διερευνηθούν καλόπιστα αλλά και ουσιαστικά, ποιες πολιτικές στρατηγικές και τακτικές επέλεξε να υιοθετήσει και να εφαρμόσει στις γραμμές της η ίδια η μεταπολιτευτική αριστερά, ώστε να φτάσουμε να έχουμε αυτές τις τραγελαφικές φιγούρες, αυτά τα αδειανά πουκάμισα ενός παλιού ριζοσπαστικού εαυτού, στη σημερινή εποχή. Ποιες ήταν εκείνες οι διεργασίες που σφυρηλάτησαν αυτό το ακραίο και επονομαζόμενο ως «αντιλαϊκιστικό» μέτωπο μετά το 1974,που έβλεπε το ΠΑΣΟΚ ως τη μοναδική πολιτική καταστροφή της χώρας, μη μπορώντας να εξηγήσει επαρκώς, όπως φάνηκε αργότερα, τον πραγματικό πολιτικό αέρα της εποχής του, με αποτέλεσμα ορισμένοι από τους βασικούς θιασώτες του τώρα να έχουν σηκωθεί και να πηγαίνουν και δεξιότερα, και δεξιότερα, και δεξιότερα;

 

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η περίπτωση του Σαββόπουλου δεν αποτελεί κάποια αιτία, ούτε ένα μεμονωμένο περιστατικό, αλλά το πιο εξόφθαλμο σύμπτωμα ενός ευρύτερου πολιτικού εκφυλισμού που λαμβάνει χώρα σχεδόν από τη στιγμή που έπεσε η χούντα, ίσως και νωρίτερα.

Και ο λόγος που μας ενοχλούν, μέχρι και μας πληγώνουν αυτές οι δηλώσεις του Σαββόπουλου, εντοπίζεται στο γεγονός ότι το έργο του για αρκετά χρόνια υπήρξε πραγματικά αριστερό, μίλησε απευθείας στην καρδιά μιας γενιάς που είδε σταδιακά τα πολιτικά της οράματα να ματαιώνονται και να ευτελίζονται συνεχώς, ακροβατώντας ανάμεσα σε οικονομικά και σεξουαλικά σκάνδαλα, φρεσκοαγορασμένα πολυτελή αυτοκίνητα και καμένους φακέλους πολιτικών φρονημάτων. Έτσι, ώστε το μόνο που πραγματικά κατάφεραν να κληροδοτήσουν στις επόμενες γενιές είναι μια αέναη και αμέτοχη, γραφική και τραυματική ταυτόχρονα, αριστερή μελαγχολία.

 
* Από το πλήρες άρθρο με τίτλο  τον ερεβώδη αστερισμό του Διονύση Σαββόπουλου" 

Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου