Το πρόβλημα με τις προπαγανδιστικές εκστρατείες είναι ότι δεν μπορούν να επιλύσουν αυτό που επιθυμούν να παραγνωρίζουν: τις πραγματικές κοινωνικές αιτίες των γεγονότων.
Του Θέμη Τζήμα
Στη Γαλλία έχουμε ένα πραγματικό εργαστήριο εξελίξεων για μια διαρκή κατάσταση εξαίρεσης, χωρίς τη μετάπτωση (πιθανότατα) σε στρατιωτική δικτατορία. Από τη μια έχουμε μια απόλυτη ταύτιση όλων των φραξιών νεοφιλελεύθερων (δήθεν κέντρου και επίσημης ακροδεξιάς) ως προς την άρνηση της ταξικής βάσης της εξέγερσης ενός σημαντικού τμήματος του πληθυσμού της χώρας. Η άρνηση του προφανώς κοινωνικού-οικονομικού χαρακτήρα μιας εξέγερσης, προκειμένου οι συμμετέχοντες σε αυτήν να στιγματιστούν ως όχλος, αλήτες, τζιχαντιστές κλπ., αποτελεί ευθεία συνέχεια της δυσφημιστικής εκστρατείας περί «πουτινιστών» που εξαπολύθηκε εναντίον των «Κίτρινων Γιλέκων». Πρόκειται για την ίδια ακριβώς προπαγανδιστική τακτική, η οποία αποπειράται, πατώντας πάνω σε επιμέρους συμπεριφορές, να αποκόψει τους εξεγερμένους από το ευρύτερο κοινωνικό σώμα και να πολυδιασπάσει το τελευταίο, ώστε ένα τμήμα του να κατορθώσει να το καταστείλει το κατεστημένο, ενώ ένα άλλο θα συνεχίσει να το ηγεμονεύει.
Οι δε απειλές συνδικαλιστικών οργάνων των αστυνομικών της Γαλλίας περί στασιασμού εναντίον της γαλλικής κυβέρνησης, όπως και οι επιθέσεις προς την κυβέρνηση από τις διαφορετικές εκδοχές γαλλικής ακροδεξιάς συντείνουν προς την ίδια κατεύθυνση, της σταθερής μετατόπισης του πολιτικού λόγου και της κυβερνητικής πρακτικής προς την ακροδεξιά (συνθήκη η οποία εν πολλοίς έχει επιτευχθεί στη Γαλλία, με λίγες, αξιέπαινες αντιστάσεις), αλλά και της σταθερής υπενθύμισης ότι υπάρχει και ακόμα πιο επώδυνο μαστίγιο από πλευράς του συστήματος εξουσίας.
Το πρόβλημα ωστόσο με τις παραπάνω προπαγανδιστικές εκστρατείες είναι ότι δεν μπορούν να επιλύσουν αυτό που επιθυμούν να παραγνωρίζουν: τις πραγματικές κοινωνικές αιτίες των γεγονότων. Τον αντικοινωνικό νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό, τις γιγαντωνόμενες ανισότητες, την προκλητικότητα του κατεστημένου, τις ζωές χωρίς προοπτική και νόημα. Οι επιμέρους διαστάσεις του εποικοδομήματος (ιδεολογίες, ιστορία, κουλτούρα κλπ.) κάθε κοινωνικής ομάδας μπορεί να αλλάζουν τον χρωματισμό της αντίδρασης, αλλά στη ρίζα όλων των αντιδράσεων βρίσκεται το παρακμάζον και παρακμιακό καπιταλιστικό μοντέλο των μητροπόλεων του νεοφιλελευθερισμού. Με δεδομένο λοιπόν ότι το κατεστημένο ούτε αναδιανομή δέχεται να κάνει, ούτε πολύ περισσότερο σε θεσμικές αλλαγές αναδίπλωσης από τον νεοφιλελεύθερο κρισιακό καπιταλισμό μπορεί να προβεί (αντιθέτως προχωρά σε περαιτέρω όξυνση των ανισοτήτων, θέλοντας να τους προσδώσει με τη βοήθεια των νέων τεχνολογιών ακόμα και βιολογικές διαστάσεις), ο βοναπαρτισμός και η πολύπτυχη καταστολή απομένουν οι μόνες επιλογές.
Το πρώτο που επιδιώκει να ολοκληρώσει το παραπάνω μοντέλο, είναι η διάλυση του κοινωνικού και επομένως και του πολιτικού σώματος. Το θατσερικό όραμα για μια μη-κοινωνία ιδιωτών-καταναλωτών, έχοντας περάσει από την απαξίωση των συνδικάτων και των μαζικών κομμάτων, κορυφώνεται στο χυλό της κοινωνίας του θεάματος και του ταυτοτισμού. Σήμερα, ο τόσο εξυψωμένος από τον δικαιωματισμό ταυτοτισμός, φυσικά και φυσιολογικά στρέφεται εναντίον των δικαιωμάτων, με δεδομένο ότι αποτελεί μια αντιδραστική σύλληψη, με τον Μουσουλμάνο να είναι πρώτα Μουσουλμάνος και μετά εργάτης ή φτωχός ή άνεργος για το σύστημα εξουσίας. Χωρίς κοινωνικό σώμα δεν υπάρχει πολιτικό σώμα, βεβαίως. Μόνο το κατεστημένο και οι «ειδικοί» του. Το ίδιο το εκλογικό σώμα πειθαναγκάζεται να απέχει, ανοίγοντας το δρόμο για την εξαΰλωσή του.
Το δεύτερο στοιχείο έχει να κάνει με τις πολιτειακές εκείνες συνθήκες, αλλά και ανεπίσημες πρακτικές, οι οποίες συγκεντρώνουν την εξουσία σε ολοένα πιο κλειστούς κύκλους. Προεδρικά συστήματα, απανωτές διαδικασίες επιλογής και ξεδιαλέγματος υποψηφίων, «γενναίοι» χρηματοδότες, μυστικές υπηρεσίες, μέσα ενημέρωσης και μέσα κοινωνικής δικτύωσης της ολιγαρχίας διαμορφώνουν ένα τυπικό και άτυπο πλαίσιο χειραγώγησης των εκλογικών και των πολιτειακών διαδικασιών, με ελάχιστη παρέμβαση του εκλογικού σώματος.
Το τρίτο στοιχείο συνίσταται στη γιγάντωση του κράτους παρακολούθησης και καταστολής. Οι αλλαγές στη Γαλλία είναι καταλυτικές: πλήρως στρατιωτικοποιημένα, ιδεολογικώς προσανατολισμένα αστυνομικά σώματα. Περιορισμός ή και στέρηση της πρόσβασης στο διαδίκτυο. Συνεργασία με τα ιδιωτικά ολιγοπώλια των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, προκειμένου να φιλτράρεται το περιεχόμενό τους. Συζητείται ακόμα και νόμιμη δυνατότητα χακαρίσματος των καμερών και των μικροφώνων των κινητών, σε μαζική κλίμακα με την επίκληση τρομοκρατικού κινδύνου, κινδύνου για την εθνική ασφάλεια κλπ., σε συνδυασμό με την αξιοποίηση της «τεχνογνωσίας» των lockdown.
Δεν είναι άγνωστο ότι η αστική δημοκρατία μπορεί να προσφεύγει και στα μέσα της δικτατορίας, ούτε πρωτοφανές. Το καινούριο στοιχείο συνίσταται στο ότι δεν χρειάζεται καμία κορυφαία θεσμική διαδικασία, κανένας πραγματικός κίνδυνος για την ασφάλεια του κράτους και φυσικά δεν υπάρχει η προσωρινότητα, η οποία συνόδευε τις καταστάσεις εξαίρεσης. Θυμίζουμε ότι στη Γαλλία έχουν σκοτωθεί τρεις διαδηλωτές, είχαμε δεκάδες τραυματίες επί Κίτρινων Γιλέκων (αλλά κανένα νεκρό από τις δυνάμεις ασφαλείας και από όσο γνωρίζουμε ούτε έναν σοβαρό τραυματία). Δεν υπήρξε καμία κατάληψη κυβερνητικών κτιρίων σε μεγάλη κλίμακα και με διάρκεια, καμία απειλή για άμεση ανατροπή του πολιτεύματος. Δεν υπάρχει χρονικό όριο των νέων αυτών νόμων. Φυσικά και η διάχυτη οργή του κόσμου είναι επικίνδυνη για το κατεστημένου σε βάθος χρόνου. Εξ ου και αυτό που συμβαίνει είναι η υιοθέτηση ενός καθεστώτος μόνιμης εξαίρεσης και καθολικής παρακολούθησης μέσα σε μια κίβδηλη αστική δημοκρατία ή αν προτιμάτε μέσα σε μια βοναπαρτική, «αστική δημοκρατία». Αυτό είναι το μέλλον της «Δύσης» και ειδικότερα της Ε.Ε. Το εργαστήριο της πολιτικής και πολιτειακής επί της ουσίας (ατύπως όχι τυπικώς ακόμα) μεταβολής είναι σήμερα η Γαλλία του Μακρόν, τον οποίο τόσοι ανόητοι καλωσόριζαν ως νικητή επί της ακροδεξιάς. Θα ακολουθήσουν και άλλα κράτη και άλλοι ηγέτες.
Πηγή: ΚΟΣΜΟΔΡΟΜΙΟ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου