Ερμηνεύοντας την Ελληνική Κρίση μέσα από την Ανάλυση του Ποσοστού Κέρδους


Του Νίκου Στραβελάκη *

Η μεταπολεμική Ελλάδα και τα δεδομένα της κρίσης

Η Ελλάδα έχει χάσει κάπου 20% του ΑΕΠ από το 2008 και μετά.

Ο λόγος χρέους/ ΑΕΠ πήγε από 120% το 2009 σε 200% στο τέλος του 2022.

Την ίδια ώρα οι πραγματικοί μισθοί έχουν μειωθεί 40%, οι εργασιακές σχέσεις έχουν κατεδαφιστεί και 2,7εκ του οικονομικά ενεργού πληθυσμού είναι «μακροχρόνια άνεργοι» και δεν εμφανίζονται καν στα ποσοστά ανεργίας.

Μια ματιά στους ρυθμούς μεγέθυνσης του ΑΕΠ δείχνει:

  1. ότι οι διακυμάνσεις τους (ανάμεσα σε Ολλανδία, Πορτογαλία και Ελλάδα) έχουν υψηλή συσχέτιση
2) Ενώ η Ελλάδα έχει τον υψηλότερο ρυθμό μεγέθυνσης από μέχρι το 1970 μετά το «μεγάλο στασιμοπληθωρισμό» (1968-1980) έχει την πιο αδύναμη μεγέθυνση.

Το επιχείρημα που θα αναπτύξω είναι ότι οι μεγάλες διακυμάνσεις στους ρυθμούς μεγέθυνσης (κρίσεις) τελικά οφείλονται στη μείωση του ποσοστού κέρδους.

Παράλληλα οι διαφορές στην έντασή τους αφορούν διαφορές στα μέσα ποσοστά κέρδους που με τη σειρά τους αντανακλούν την ανταγωνιστική θέση κάθε χώρας.

Αυτό σημαίνει ότι η Ελληνική κρίση είναι κομμάτι της μεγάλης καπιταλιστικής κρίσης που ξεκίνησε το 2008 η έντασή της όμως οφείλεται στην υποβάθμιση της ανταγωνιστικής θέσης του Ελληνικού καπιταλισμού ιδιαίτερα μετά το 1992 όταν επιταχύνθηκαν οι διαδικασίες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Επενδύσεις και ποσοστά κέρδους

Η βάση του επιχειρήματος είναι ότι τα ποσοστά κέρδους καθορίζουν τις επενδύσεις επηρεάζοντας έτσι τους ρυθμούς μεγέθυνσης. Αυτό φαίνεται αν αντιπαραβάλουμε το «καθαρό σχηματισμό κεφαλαίου» στις 3 χώρες με την εξέλιξη του ποσοστού κέρδους στις χώρες αυτές. Το πιο εντυπωσιακό είναι ότι ο «καθαρός σχηματισμός κεφαλαίου» στην Ελλάδα είναι αρνητικός από το 2010 και μετά και πλησιάζει το 0 το 2023. Αντίστοιχα στην Πορτογαλία είναι αρνητικός από 2010 μέχρι το 2018. Όμως στην Ολλανδία η εικόνα είναι διαφορετική. Ο «σχηματισμός κεφαλαίου» αδυνατίζει με την πτώση του ποσοστού κέρδους μετά το 2008 αλλά παρέμεινε θετικός και ανέκαμψε σχετικά μετά το 2015.
Αναλύοντας και συγκρίνοντας τα ποσοστά κέρδους Η συσχέτιση ανάμεσα στα ποσοστά κέρδους και τους ρυθμούς μεγέθυνσης είναι σημαντική και στις 3 χώρες. Οι συντελεστές «αμοιβαίας πληροφόρησης» μεταβολών στην παραγωγή έναντι μεταβολών στο ποσοστό κέρδους είναι για την Ελλάδα 0.66, τη Πορτογαλία 0.69 και την Ολλανδία 0.52. Η εισαγωγή των μαρξιστικών κατηγοριών της «παραγωγής» και της «παραγωγικής δυναμικότητας» αντί για το «Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν» είναι σημαντική γιατί μας επιτρέπει να αναλύσουμε το ποσοστό κέρδους 𝑟 = 𝑃𝑡 𝐾𝑡−1 στα συστατικά του μέρη.
Το βασικό συμπέρασμα που προκύπτει από αυτή την ανάλυση είναι ότι η κατάρρευση της βιομηχανικής βάσης της ελληνικής οικονομίας ξεκίνησε το 70 και εντάθηκε μετά το 1992 (σχήμα επάνω). Η αστική τάξη προσπάθησε να περιορίσει τις συνέπειες αυξάνοντας το μερίδιο των κερδών (μεσαίο σχήμα). Όμως το μόνο που κατάφερε ήταν να δημιουργήσει μια οικονομία μη παραγωγικών υπηρεσιών που κατέρρευσε το 2008 (σχήμα κάτω).
Η Αποτυχία των Μνημονίων

Η μέχρι τώρα ανάλυση δείχνει ότι χώρες όπως η Ολλανδία μετριάζουν τις επιπτώσεις της καπιταλιστικής κρίσης λόγω της ανταγωνιστικής του θέσης. Χώρες όπως η Πορτογαλία προσπαθούν να ακολουθήσουν περιορίζοντας τραγικά τους μισθούς και ξεχαρβαλώνοντας τις εργασιακές σχέσεις. Όμως χώρες όπως η Ελλάδα δεν μπορούν να ακολουθήσουν παρά την επίθεση στην εργατική τάξη.

Ο λόγος είναι ότι το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας αντανακλάται στην αρνητική διάρθρωση «εμπορεύσιμων» «μη εμπορεύσιμων» προϊόντων. Οι Έλληνες καπιταλιστές έχουν στραφεί σε κλάδους που προστατεύονται από το διεθνή ανταγωνισμό όπως οι κατασκευές ή η ενέργεια και αυτό δεν επιτρέπει στις τιμές να πέσουν (κάτω σχήμα) παρόλο που το μοναδιαίο κόστος εργασίας έχει καταρρεύσει με τα μνημόνια και τις περικοπές (επάνω σχήμα).

Με άλλα λόγια και αντίθετα με όσα διατείνεται η νεοκλασική θεωρία το ελεύθερο εμπόριο είναι επωφελές για χώρες που μπορούν να σταθούν στο διεθνή καπιταλιστικό ανταγωνισμό. Η ιστορική εμπειρία (Βρετανία, ΗΠΑ, Ιαπωνία, Κίνα κλπ.) έχει δείξει ότι χώρες πρέπει να κινηθούν ενάντια στην ελεύθερη αγορά και όχι μαζί της.
Συμπεράσματα – Παραπέρα Έρευνα

Οι νεοκλασικοί οικονομολόγοι θεωρούν την ελληνική κρίση αποτέλεσμα δημοσιονομικής πλεονεξίας και άκαμπτων αγορών εργασίας (Thomsen, 2019).

Αυτός ο ισχυρισμός ήταν στο επίκεντρο των τριών συμφώνων δημοσιονομικής λιτότητας (μνημονίων) που εφαρμόστηκαν.

Στο αντίθετο άκρο, οι μετακεϋνσιανοί οικονομολόγοι θεωρούν την κρίση αποτέλεσμα των συμφώνων λιτότητας που σχεδιάστηκαν για να το ξεπεράσουν.

Τα ευρήματά μας αμφισβητούν και τις δύο εξηγήσεις.

Η συσχέτιση του ρυθμού ανάπτυξης του ελληνικού ΑΕΠ με αυτούς της Ολλανδίας και της Πορτογαλίας δείχνει ότι οι τρεις οικονομίες ακολουθούν παρόμοια μοτίβα μεγέθυνσης.

Από αυτή την άποψη, η ελληνική κρίση είναι μέρος της παγκόσμιας ύφεσης που ξεκίνησε το 2008.

Αυτό επιβεβαιώνεται από τα μειούμενα ποσοστά κέρδους και στις τρεις χώρες μετά το 2000

(Διάγραμμα

4).Είναι λάθος να αποδίδεται η ελληνική κρίση σε υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα, αφού η δημοσιονομική λιτότητα αντί για αποκατάσταση της καπιταλιστικής συσσώρευσης οδήγησε στην κατάρρευση της αξιοποίησης της παραγωγικής δυναμικότητας κατά τα χρόνια της κρίσης.

Εν ολίγοις, τα μνημόνια ΕΕ-ΕΚΤ-ΔΝΤ έκαναν τα πράγματα χειρότερα παρά καλύτερα. Ωστόσο, τα διαρθρωτικά ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και οι αδύναμες επενδύσεις «τροφοδοτούν» τα ελλείμματα της Ελλάδας και το δημόσιο χρέος.

Άρα και μια κευνσιανής έμπνευσης πολιτική δημοσιονομικής επέκτασης δεν θα έφερνε σημαντικά καλύτερα αποτελέσματα..

Η ανταγωνιστική θέση του ελληνικού καπιταλισμού έχει υποβαθμιστεί στα χρόνια που ακολούθησαν τον μεγάλο στασιμοπληθωρισμό.

Αυτό αντικατοπτρίζεται στις υψηλότερες σχετικές τιμές των ελληνικών εμπορεύσιμων προϊόντων αλλά και τη διαρθρωτική αναλογία εμπορεύσιμων-μη εμπορεύσιμων αγαθών

(Διάγραμμα 8 και 9).

Για την Ευρωπαϊκή Ένωση η καπιταλιστική κρίση σήμανε τη χρεοκοπία του βασικού της ιδεολογήματος που ήταν ότι οι “4 ελευθερίες” θα οδηγήσουν στη σύγκλιση των καπιταλιστικών οικονομιών.

Είναι μια παγκόσμια εξέλιξη που φέρνει νέα όξυνση ανταγωνισμών όπως βλέπουμε με το πόλεμο στην Ουκρανία.

Κατά τη γνώμη μου η μόνη ορατή λύση βρίσκεται σε μια πολιτική επανεκκίνησης της οικονομίας μέσα από άμεσες κρατικές επενδύσεις σε κλάδους και επιχειρήσεις που έχουν πληγεί.

Πολιτική που προσκρούει όμως στο σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης.

* Διδάσκων καθηγητής  Τμήματος Οικονομικής Έρευνας ΕΚΠΑ

Κείμενο από το academia.edu 

Πηγή: militaire.gr

Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου