Η γκρίζα νοτιοανατολική Μεσόγειος


Του Δημήτρη Μηλάκα

Ως αφορμή για την πυροδότηση των ελληνοτουρκικών εντάσεων / κρίσεων προβάλλει η ύπαρξη ενεργειακών πόρων στην (μη οριοθετημένη) υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου και (μετά το 2010) της ανατολικής Μεσογείου. Ταυτόχρονα αυτή η εικαζόμενη ελπιδοφόρος προοπτική αποτελεί και το κίνητρο για τη διευθέτηση των ελληνοτουρκικών διαφορών προκειμένου να καταστεί δυνατή η εκμετάλλευση του προσδοκώμενου ενεργειακού πλούτου.

Πέραν ωστόσο της ύπαρξης ή μη πετρελαίου / φυσικού αερίου στην ελληνοτουρκική θαλάσσια μεθόριο, οι ελληνοτουρκικές εντάσεις πυροδοτούνται από τον σαφή μετά το 1973 στόχο της Άγκυρας να αναθεωρήσει τη Συνθήκη της Λωζάννης, η οποία από το 1923 έχει καθορίσει (εκτός των άλλων) και τα ελληνοτουρκικά σύνορα.

Καταλυτικός παράγοντας στην εξέλιξη της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης αυτόν τον μισό αιώνα είναι οι ΗΠΑ, που μέσω του ΝΑΤΟ εποπτεύουν τον ενιαίο χώρο της νοτιοανατολικής Ευρώπης / Μεσογείου, ανεχόμενες ή ικανοποιώντας τις τουρκικές αναθεωρητικές βλέψεις.

Η προσπάθεια ξηλώματος της Συνθήκης της Λωζάννης από την Άγκυρα ξεκίνησε το 1973 με τη δημοσίευση στην τουρκική Εφημερίδα της Κυβερνήσεως θαλάσσιων περιοχών (27 οικόπεδα) δυτικά της Χίου και της Λέσβου, οι οποίες παραχωρήθηκαν για έρευνα και εκμετάλλευση στην τουρκική κρατική εταιρεία πετρελαίου.

Οι προσπάθειες των Τούρκων να ερευνήσουν τις εν λόγω περιοχές προκάλεσαν την ελληνοτουρκική κρίση του 1976, η οποία «διευθετήθηκε» με το πρωτόκολλο της Βέρνης (1977) και τη συμφωνία των δύο χωρών να μην πραγματοποιούν έρευνες πέρα από τα χωρικά τους (6 μίλια) ύδατα.

Μια δεκαετία αργότερα (1987) η προσπάθεια της κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου να πραγματοποιήσει έρευνες πέρα από τα 6 μίλια των ακτών της Θάσου προκάλεσε τη σφοδρή αντίδραση της Άγκυρας με τις δύο χώρες να βρίσκονται για μία ακόμη φορά στο κατώφλι της ένοπλης αντιπαράθεσης. Η κρίση αποσοβήθηκε με την αμερικανική παρέμβαση που οδήγησε τις δύο χώρες στην υιοθέτηση της Συμφωνίας (Παπούλια – Γιλμάζ) της Βουλιαγμένης, όπου επιβεβαιώθηκε το πρακτικό της Βέρνης και υιοθετήθηκαν Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης και μια διαδικασία προώθησης μέτρων οικονομικής συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών, προκειμένου να δημιουργηθεί κλίμα εμπιστοσύνης και ηρεμίας.

Μετά την κρίση των Ιμίων (1996), όπου η Άγκυρα διεύρυνε το σώμα των ελληνοτουρκικών διαφορών με τον ισχυρισμό ότι υπάρχουν νησιά και βραχονησίδες στο Αιγαίο με αδιευκρίνιστη κυριαρχία, η κυβέρνηση Σημίτη αποδέχθηκε το αμερικανικό σχέδιο αποκλιμάκωσης, αναγνωρίζοντας την ύπαρξη τουρκικών ζωτικών συμφερόντων στο Αιγαίο.

Μάλιστα, η κυβέρνηση Σημίτη αποδέχθηκε και τη συζήτηση επ’ αυτών των τουρκικών ζωτικών συμφερόντων, ξεκινώντας έναν διάλογο σε επίπεδο υψηλών αξιωματούχων και εμπειρογνωμόνων (ο οποίος θεωρητικά συνεχίζεται μέχρι και σήμερα) για θέματα υψηλής πολιτικής, με στόχο τη συνολική ρύθμιση των ελληνοτουρκικών διαφορών, οι οποίες προφανώς είναι ευρύτερες από την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, καθώς απαιτούνται διευκρινίσεις επί της κυριαρχίας βράχων, νησίδων και νησιών που έχει ζητήσει η Τουρκία, προβάλλοντας τα ζωτικά της συμφέροντα μετά την κρίση των Ιμίων.

Αξίζει να υπογραμμιστεί πως ο ελληνοτουρκικός διάλογος για θέματα υψηλής πολιτικής (για τον πυρήνα των διαφορών, που λέει σήμερα ο Κυριάκος Μητσοτάκης) είχε καταλήξει σε απτές διευθετήσεις για την υφαλοκρηπίδα στο Αιγαίο με παραχωρήσεις που επέτρεπαν την έξοδο των τουρκικών θαλάσσιων δικαιωμάτων δυτικότερα και ανάμεσα στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου. Οι εν λόγω διευθετήσεις, των οποίων την ύπαρξη διαβεβαιώνουν (ανωνύμως) αρμόδιοι εκείνης της εποχής διπλωμάτες και πολιτικοί αξιωματούχοι, δεν εμφανίστηκαν δημοσίως, καθώς η κυβέρνηση Σημίτη έχασε τις εκλογές και η κυβέρνηση της Ν.Δ. με τον Κώστα Καραμανλή έβαλε πάγο στη συγκεκριμένη διαδικασία…

Την αναθέρμανση του ελληνοτουρκικού διαλόγου, προκειμένου να ολοκληρωθούν οι συμπεφωνημένες ρυθμίσεις, ανέλαβε ο Γιώργος Παπανδρέου ως πρωθυπουργός.

Μέσα στον ορυμαγδό της χρεοκοπίας οργανώθηκε μια φιέστα με την επίσκεψη στην Αθήνα του Ερντογάν και σύσσωμου του τουρκικού Υπουργικού Συμβουλίου, η οποία κατέληξε στην υπογραφή δεκάδων συμφωνιών οικονομικού ενδιαφέροντος και τη διακήρυξη των προθέσεων των δύο πλευρών να συνεχίσουν να συνομιλούν για τον πυρήνα των ελληνοτουρκικών προβλημάτων. Η οικονομική περιπέτεια της χώρας, ωστόσο, έβαλε στον πάγο κι αυτήν την προσπάθεια…

Εν τω μεταξύ το τουρκικό ενδιαφέρον είχε μετακινηθεί, από το βόρειο / κεντρικό Αιγαίο, νοτιότερα. Οι ελπιδοφόρες ενεργειακές προοπτικές στην ανατολική Μεσόγειο έφεραν στο επίκεντρο της ελληνοτουρκικής διαμάχης το Καστελλόριζο, του οποίου η ύπαρξη διασφαλίζει (θα μπορούσε να διασφαλίζει) την ενότητα του ελληνικού χώρου και τη σύνδεσή του με την Κύπρο.

Η Κύπρος είναι… πολύ μακριά

Προβάλλοντας τη δυναμική που μπορούν να αποκτήσουν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις στο οικονομικό επίπεδο, οι κυβερνήσεις (Σημίτη) της «ισχυρής Ελλάδας» διαπραγματεύονταν στο «ημίφως» τα ζητήματα «υψηλής πολιτικής», επένδυαν στον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της Τουρκίας με την ψευδαίσθηση της τακτοποίησης των ελληνοτουρκικών προβλημάτων και φρόντιζαν να απαλλάξουν την πορεία της ελληνοτουρκικής προσέγγισης από ενοχλητικές λεπτομέρειες, όπως αυτή της ελληνοκυπριακής στρατιωτικής συνεργασίας, η οποία ήταν διατυπωμένη υπό τον βαρύγδουπο τίτλο «Δόγμα Ενιαίου Αμυντικού Χώρου», αλλά με το πέρασμα του χρόνου περιορίστηκε σε συμβολικό επίπεδο με την πραγματοποίηση κάποιων ασκήσεων με ονόματα όπως «Νικηφόρος».

Το Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου, όπως διατυπώθηκε τον Νοέμβρη του 1993 από τον Ανδρέα Παπανδρέου (Γ. Αρσένη) και τον Γλαύκο Κληρίδη στην Αθήνα, εκφράζει τρεις βασικές αντιλήψεις, που αναπτύσσονται στη συνολική στρατηγική του Δόγματος και σε γενικές γραμμές διακήρυττε την οργάνωση κοινής άμυνας Ελλάδας – Κύπρου έναντι κοινής απειλής.

Στο παρακάτω απόρρητο τηλεγράφημα του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών (18 Σεπτεμβρίου 2001) καταγράφονται με σαφήνεια οι αμερικανικές «ανησυχίες» για την πραγματοποίηση της ελληνοκυπριακής άσκησης «Νικηφόρος». Η ελληνική κυβέρνηση, προφανώς, έλαβε υπόψη τις αμερικανικές υποδείξεις και φρόντισε να κατευνάσει την Ουάσιγκτον (και την Τουρκία ασφαλώς) καταργώντας σιγά – σιγά την άσκηση και αναζητώντας την ασφάλεια για την Κύπρο στους κόλπους της Ε.Ε., όπως ακριβώς αναζητούσε εντός της ευρωπαϊκής «οικογένειας» και τον έλεγχο του τουρκικού επεκτατισμού.

«Α7 ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ

Θέμα: Άσκηση Νικηφόρος

Κατά τη σημερινή επίσκεψη του Αμερικανού Επιτετραμμένου προς τον κ. Υφυπουργό, ο κ. Cleverly ανέφερε ότι εδόθησαν οδηγίες να τεθεί στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο στην Αθήνα, τη Λευκωσία και την Άγκυρα ο αμερικανικός προβληματισμός για ενδεχόμενο τυχαίο και χωρίς πρόθεση ατύχημα κατά τη διάρκεια της επικείμενης άσκησης ‘‘Νικηφόρος’’. Ο κ. Cleverly ανέφερε ότι στο παρελθόν είχε καταβληθεί προσπάθεια να οικοδομηθούν μέτρα εμπιστοσύνης μεταξύ Ελλάδος – Τουρκίας για την αποφυγή δυσάρεστων συνεπειών. Υπό τις παρούσες συνθήκες, πρόσθεσε, όταν η προσοχή όλων μας είναι εστραμμένη στη συντονισμένη προσπάθεια για την καταστολή της τρομοκρατίας και απαιτείται ‘‘cohesion’’, τυχόν ατύχημα θα δημιουργήσει δυσάρεστες επιπτώσεις. Ο κ. Cleverly έδωσε ακόμη μια πιθανή δυσμενή διάσταση. Είπε ότι στην περίπτωση απευκταίου ατυχήματος, ο Denktash θα εκμεταλλευθεί το γεγονός για να κωλυσιεργήσει έτι πλέον τις προσπάθειες των Η.Ε.

Ο παριστάμενος Πολιτικός Σύμβουλος κ. Kiesling διευκρίνισε ότι οι ΗΠΑ δεν προτείνουν τη ματαίωση της ασκήσεως, αλλά παροτρύνουν για την επίδειξη ‘‘moderation’’ και ότι οι Τούρκοι είναι διατεθειμένοι να ανταποκριθούν ‘‘in a restrained and reciprocated manner’’, γεγονός το οποίον μαρτυρεί ότι η ενημέρωση των Τούρκων προηγήθηκε».

Είναι πλέον γνωστό ότι το Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Ελλάδας και Κύπρου έχει εγκαταλειφθεί. Με αυτήν την επιλογή η κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη ουσιαστικά υπονόμευσε και την ύπαρξη του Καστελλόριζου ως συνδετικού κρίκου του ελληνικού με τον κυπριακό θαλάσσιο χώρο, αφήνοντας έδαφος για την εκδήλωση, μια δεκαετία αργότερα, των τουρκικών έμπρακτων διεκδικήσεων, οι οποίες θα πρέπει να υπογραμμιστεί υποθάλπονται από την αμερικανική πρακτική, όπως φαίνεται από το απόρρητο τηλεγράφημα του ελληνικού ΥΠΕΞ που ακολουθεί (Δεκέμβριος του 2001) και περιγράφει πως το ΝΑΤΟ σβήνει από τους χάρτες του (στην κυριολεξία) τα σύνορα στην ελληνοτουρκική θαλάσσια μεθόριο.

«Διεύθυνση Τμήμα Αεροναυτιλιακό

Θέμα: Απάλειψη θαλασσίων συνόρων Ελλάδας – Τουρκίας σε νατοϊκούς χάρτες

Όπως μας γνώρισε το ΓΕΕΘΑ, η χώρα μας, μετά την υπογραφή σχετικής συμφωνίας 1996, με τη Γεωγραφική Υπηρεσία των ΗΠΑ (National Imagery and Mapping Agency/NIMA/USA) συμμετέχει στο πρόγραμμα κατάρτισης ψηφιακών / διανυσματικών χαρτών (VMAP) κλίμακας 1:250.000. Στο εν λόγω πρόγραμμα συμμετέχει και η Τουρκία.

Στους χάρτες αυτούς έχει συμφωνηθεί να απεικονίζονται τα στοιχεία που περιέχονται στους ισχύοντες στα πλαίσια του ΝΑΤΟ αναλογικούς (χάρτινους) χάρτες, πολλοί εκ των οποίων έχουν καταρτιστεί το 1973 από τη ΝΙΜΑ. Πέντε (5) από τους εν λόγω χάρτες (δύο εκδόσεων 1973 και τρίτης έκδοσης 1983) αποτυπώνουν το ελληνικό και τουρκικό έδαφος, απεικονίζουν δε τη γραμμή των θαλασσίων συνόρων Ελλάδας – Τουρκίας.

Κατά τη σύνοδο της Διευθύνουσας Επιτροπής VMAP, τον Μάιο 2001, η αμερικανική προεδρία πρότεινε στην ελληνική πλευρά να μην εμφανίσει τα θαλάσσια σύνορα Ελλάδας – Τουρκίας στον ψηφιακό χάρτη που έχει αναλάβει να καταρτίσει. Ανέφερε, δε, ότι προσανατολίζεται στην αναθεώρηση των κοινών χαρτών, ώστε να μην απεικονίζονται τα εν λόγω θαλάσσια σύνορα, μετά από σχετική υπόδειξη του State Department.

Μετά την αντίδραση της ελληνικής πλευράς (σύμφωνα και με οδηγίες από πλευράς ΥΠΕΞ), η ΝΙΜΑ προχώρησε, τον Ιούνιο 2001, μονομερώς και χωρίς την τήρηση των προβλεπομένων διαδικασιών από την Γεωγραφική Πολιτική του ΝΑΤΟ, χωρίς δηλαδή προηγούμενη ενημέρωση του ΝΑΤΟ, ούτε και προηγούμενη συνεργασία με τις χώρες που έδαφός τους απεικονίζεται, σε αναθεώρηση, στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, τεσσάρων αναλογικών (χάρτινων) χαρτών Συνδυασμένων Επιχειρήσεων Αέρος (Joint Operations Graphic-Air/JOG-A), απαλείφοντας τα θαλάσσια σύνορα Ελλάδας – Τουρκίας, όπως αυτά απεικονίζονται στους χάρτες του 1973.

Σύμφωνα με την επιχειρηματολογία της Αμερικανικής πλευράς, η αναθεώρηση των χαρτών αυτών έγινε κατόπιν εντολής του State Department, το οποίο δεν γνωρίζει δήθεν την ύπαρξη συνθηκών που καθορίζουν τα θαλάσσια σύνορα Ελλάδος – Τουρκίας αποδεκτές και από τις δύο χώρες. Επιπλέον, ως αμερόληπτος τρίτος δεν επιθυμεί να λάβει θέση επί των διισταμένων εν προκειμένω απόψεων Ελλάδας και Τουρκίας. Τέλος, η προαναφερθείσα αναθεώρηση οφείλεται σε απόφαση των ΗΠΑ να μην απεικονίζουν στους χάρτες του είδους αυτού θαλάσσια σύνορα γενικώς.

Σύμφωνα με όσα μας εγνώρισε προφορικώς το ΓΕΕΘΑ, η διαδικασία που ακολουθείται προκειμένου να γίνει χρήση χαρτών στα πλαίσια του ΝΑΤΟ, είναι η επίσημη κυκλοφορία τους από τη ΝΙΜΑ στις χώρες του Οργανισμού. Παράλληλα, οι ΗΠΑ τους περιλαμβάνουν σε ετήσια έκδοσή τους, την ‘‘Geostar A’’, την οποία αποστέλλουν σε όλες τις νατοϊκές αρχές. Αφ’ ης στιγμής οι χάρτες κυκλοφορήσουν και δημοσιευθούν ως ανωτέρω, ενδεχόμενες αντιρρήσεις μιας χώρας είναι δυνατόν να προβληθούν στην Geographic Conference του ΝΑΤΟ, η οποία συνεδριάζει άπαξ του έτους (Ιούνιος), και στην οποία μετέχουν όλες οι χώρες – μέλη, ενώ οι αποφάσεις λαμβάνονται με ομοφωνία. Ως εκ τούτου, η εκ των υστέρων διαμαρτυρία μας στην Geographic Conference του ΝΑΤΟ, όχι μόνον θα είναι χωρίς αποτέλεσμα (λόγω της αρχής της ομοφωνίας), αλλά επιπλέον θα αποτελέσει και ευκαιρία για την Τουρκία να θέσει θέμα ‘‘ελληνοτουρκικών συνοριακών διαφορών’’, στα πλαίσια νατοϊκού οργάνου. Πιθανότατα δε, το ζήτημα θα παραπεμφθεί προς επίλυση σε διμερές επίπεδο, μεταξύ ελληνικής και τουρκικής πλευράς.

Από τα ανωτέρω καθίσταται προφανές ότι η καθιέρωση των εν λόγω χαρτών στα πλαίσια του ΝΑΤΟ θα πλήξει καίρια τα εθνικά μας συμφέροντα και θα δημιουργήσει ζήτημα ‘‘συνοριακών διαφορών μας’’ με την Τουρκία και προηγούμενο αμφισβήτησης για άλλες παρόμοιες ή συναφείς ενέργειες στο μέλλον».

Με απλά λόγια και «μετά από σχετική υπόδειξη του State Department»,η αρμόδια αμερικανική υπηρεσία (ΝΙΜΑ) εξαφάνισε τα ελληνοτουρκικά σύνορα στο Αιγαίο!

Ο πυρήνας του Κυριάκου Μητσοτάκη

Έχοντας η Άγκυρα στο «χέρι» τις συμφωνίες που προέκυψαν από τις κρίσεις του 1973-76 (Πρακτικό Βέρνης), του 1987 (Συμφωνία Βουλιαγμένης), των Ιμίων 1996 (Συμφωνία Μαδρίτης), φρόντισε το 2012 να εγγράψει υποθήκες στην ανατολική Μεσόγειο, μεταξύ Καστελλόριζου, Ρόδου και Κρήτης.

Τότε, στις 28.4.2012, την εποχή που η οικονομική / πολιτική / κοινωνική πραγματικότητα στην Ελλάδα συνταρασσόταν από τη χρεοκοπία και τα μνημόνια, στην τουρκική Εφημερίδα της Κυβερνήσεως δημοσιεύονται χάρτες με θαλάσσια οικόπεδα που παραχωρήθηκαν για έρευνα και εκμετάλλευση στην κρατική τουρκική εταιρεία πετρελαίου. Πρόκειται για τις περιοχές που οκτώ χρόνια αργότερα (καλοκαίρι του 2020) όργωσε, συνοδευόμενο από μοίρα του τουρκικού στόλου, το ωκεανογραφικό «Ορούτς Ρέις», που πραγματοποίησε έρευνες μέχρι και 6,5 μίλια από τις ακτές του Καστελλόριζου, της Ρόδου και της Κρήτης.

Τον κατευνασμό της έντασης μεταξύ των δύο «συμμάχων» στο ΝΑΤΟ που πρόεκυψε το καλοκαίρι του 2020 ανέλαβε με μυστικές συνομιλίες (των συμβούλων Μητσοτάκη [Μπούρα] και Ερντογάν [Καλίν]) η Γερμανία.

Η αποκάλυψη ωστόσο αυτών των διαβουλεύσεων οδήγησε στην τοποθέτηση του θέματος στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ (απόλυτα αμερικανική εποπτεία) όπου δημιουργήθηκε ένας «μηχανισμός αποσυμπίεσης» της ελληνοτουρκικής έντασης με βασικό στόχο τη «μείωση του στρατιωτικού αποτυπώματος» στη μεθόριο των δύο συμμάχων.

Αν και δεν έχει γίνει γνωστό επισήμως κάποιο από τα αποτελέσματα αυτής της διαδικασίας, θα πρέπει να σημειωθεί ότι από τη στιγμή της δημιουργίας του μηχανισμού αποσυμπίεσης βγήκαν σε πρώτο πλάνο οι τουρκικές απαιτήσεις για την αποστρατιωτικοποίηση των ελληνικών νησιών με πολεμικές διατυπώσεις της τουρκικής ηγεσίας.

Η πρόθυμη συμμετοχή της Ελλάδας στην παροχή στρατιωτικού υλικού στην Ουκρανία και η μεταφορά από τα ελληνικά νησιά αντιαεροπορικών συστημάτων και αρμάτων στο Κίεβο ενδεχομένως να έπαιξε κάποιον ρόλο στον κατευνασμό της Τουρκίας.

Το βέβαιο είναι ότι με το πρόσχημα των σεισμών που χτύπησαν τη γειτονική χώρα το κλίμα άλλαξε άρδην και σε τέτοιο βαθμό που μετά τη συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ προέκυψε και πάλι το «παράθυρο» ευκαιρίας για έναν ελληνοτουρκικό διάλογο και μάλιστα για τον πυρήνα των διαφορών, για τη διευθέτηση των οποίων απαιτούνται «κάποιες παραχωρήσεις»…

Η απαραίτητη (για τις ΗΠΑ) Τουρκία

Αφήνοντας ωστόσο κατά μέρος τις «θεολογικού» τύπου ερμηνείες, σύμφωνα με τις οποίες οι σεισμοί πυροδότησαν τον επικείμενο (νέο) ελληνοτουρκικό διάλογο – κάτι που ακούγεται σαν φάρσα, αν αναλογιστούμε το ιστορικό προηγούμενο με τους σεισμούς του 1999 και πού κατέληξαν οι συζητήσεις που τότε υποτίθεται ότι πυροδοτήθηκαν από το φυσικό φαινόμενο –, θα πρέπει να μην διαφεύγει την προσοχή και το εξής:

Η παγίωση του πολέμου στην Ουκρανία και η ανάδειξη της Ρωσίας ως βασικού εχθρού των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ ανέδειξε και πάλι τη στρατηγική σημασία της Τουρκίας, πολλαπλασιάζοντας τη διαπραγματευτική της ισχύ – όπως και κατά τον Ψυχρό Πόλεμο – έναντι των ΗΠΑ.

Πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις βρέθηκαν στο ναδίρ, υποχρεώνοντας τους Αμερικανούς σε αναδίπλωση κρίσιμων δυνάμεων και υποδομών από την Τουρκία στην Ελλάδα. Αυτή την (αμερικανική) ανάγκη εξυπηρετεί η «νέα» στρατηγική ελληνοαμερικανική συμφωνία (που διαπραγματεύτηκε ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση και υπέγραψε η κυβέρνηση της Ν.Δ. μόλις ανέλαβε), η οποία προσφέρει στην Ουάσιγκτον τη δυνατότητα να δημιουργήσει (εκτός από αυτές που ήδη έχει) βάσεις σε οποιοδήποτε σημείο της χώρας κριθεί απαραίτητο απλώς με τις υπογραφές των υπουργών Άμυνας των δύο χωρών…

Η συνέχιση, ωστόσο, του πολέμου στην Ουκρανία και η πολλαπλασιαζόμενη σπουδαιότητα που διατηρεί η Τουρκία για την Ουάσιγκτον έδωσαν στον αναβαπτισμένο από τον εκλογικό του θρίαμβο Ερντογάν σημαντικά όπλα στο παζάρι που κάνει με τις ΗΠΑ.

Οι διευθετήσεις στα ελληνοτουρκικά (δηλαδή η ικανοποίηση καίριων απαιτήσεων που εδώ και μισό αιώνα θέτει η Τουρκία έναντι της Ελλάδας) είναι ίσως ένα από τα «δώρα» που εξασφάλισε ο Τούρκος Πρόεδρος…




Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου