Οι ευρισκόμενοι μέσα στην κοιλιά ζουν και πεθαίνουν μέσα στην άγνοια, χωρίς ελπίδα απελευθέρωσης, όσο δεν συνειδητοποιούν πού βρίσκονται.
Του Θέμη Τζήμα
Το μαχητικό κίνημα για την απελευθέρωση των μαύρων μέσα στις ΗΠΑ συνήθιζε να λέει ότι δρούσε «μέσα στην κοιλιά του κήτους». Δεν είναι τυχαίο ότι η φράση αυτή χρησιμοποιήθηκε και από έναν ποινικό κρατούμενο των ΗΠΑ, στο ομώνυμο διάσημο βιβλίο του, τον Τζακ Άμποτ. Ο παραλληλισμός με τη βιβλική ιστορία του Ιωνά είναι ακριβέστατη. Είναι ένα πράγμα να στέκεσαι, μετωπικώς και ξεκάθαρα, απέναντι σε έναν πανίσχυρο και δολοφονικό μηχανισμό και ένα άλλο να είσαι τμήμα αυτού. Αυτός που στέκεται απέναντι διαθέτει τουλάχιστον τη γνώση του ποιος ή τι αποπειράται να τον εξαφανίσει. Οι ευρισκόμενοι μέσα στην κοιλιά ζουν και πεθαίνουν μέσα στην άγνοια, χωρίς ελπίδα απελευθέρωσης, όσο δεν συνειδητοποιούν πού βρίσκονται.
Τα γεγονότα στην Παλαιστίνη, όπως πιο πριν αυτά στη Ρωσία και στην Ουκρανία έφεραν στην ίδια πλευρά ένα εντυπωσιακά μεγάλο εύρος κομμάτων και μέσων ενημέρωσης, τόσο στην Ελλάδα, όσο και ευρύτερα στη λεγόμενη «Δύση»: στην πλευρά φυσικά των ΗΠΑ και των συμφερόντων του πολύ μεγάλου κεφαλαίου το οποίο κατεξοχήν αυτές προστατεύουν. Δεν είναι η πρώτη φορά και δεν θα είναι η τελευταία. Πρόκειται για μια κατάσταση στρατηγικής συμφωνίας της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτικών κομμάτων, του μεγάλου και πολύ μεγάλου κεφαλαίου, του μιντιακού συμπλέγματος, η οποία παραμένει λίγο-πολύ στεγανή έναντι των όποιων αντιδράσεων και διασφαλίζει τα συμφέροντα του συστήματος εξουσίας πέρα από όποιες λαϊκές διεκδικήσεις και ετυμηγορίες. Κυρίως, όπως αποδεικνύουν οι λογής δημοσκοπήσεις, το σύστημα εξουσίας μπορεί ακόμα μέσα στη «Δύση» να διασφαλίζει την κυριαρχία του μέσα από την εναλλαγή καταστολής και ιδεολογικής ηγεμονίας, χάρη σε τελειοποιημένες μορφές προπαγάνδας, ακόμα και σήμερα που στην πραγματικότητα είναι πιο πληγωμένο από ποτέ στην αιματηρή του ιστορία.
Πρέπει να περιγράψουμε ποιο είναι το «κήτος»: είναι η παλαιότερη και η νεότερη αποικιοκρατία, η οποία δεν έπαψε ποτέ να υφίσταται, απλώς αλλάζει μορφές. Η αποικιοκρατία είναι αυτό που ονομάζουμε (συχνά με εξιδανικευμένο τρόπο) «Δύση». Στην οικονομική της βάση είναι η κυριαρχία των μεγάλων καπιταλιστικών ολιγοπωλίων και μονοπωλίων. Στο ιδεολογικό της εποικοδόμημα είναι η λατρεία της ισχύος η οποία δε σταματά και δεν ισορροπεί ποτέ. Αυτή η λατρεία άλλοτε εκφράζεται ως ρατσισμός, άλλοτε ως «ψυχρός ορθολογισμός», άλλοτε ως «ηθική ανωτερότητα» και κορυφώνεται στο φασισμό-ναζισμό-φυλετισμό-σιωνισμό-καπιταλιστικό μεταανθρωπισμό. Η ισχύς της Δύσης δεν παραχωρεί τίποτα. Δε συνδιαλλέγεται ποτέ, παρά μόνο όταν χάνει. Δεν ισορροπεί με τίποτα. Είναι βαθιά ανισόρροπη, εξ ου και καταστρέφει τόσο τις εκτός «Δύσης» κοινωνίες, όσο και τις «εντός». Είναι εν τέλει αυτοκαταστροφική, διότι αποικιοποιεί και τις «δικές» της κοινωνίες. Οδεύει σε ένα κρεσέντο βίας ελπίζοντας να μπορεί να επανέλθει μετά από αυτό, κάτι στο οποίο είναι πολύ κοντά να αποτύχει. Η «Δύση» είναι το αφύσικο. Το «κήτος», το οποίο καταβροχθίζει.
Σε χώρες όπως η δική μας (χώρες της ημιπεριφέρειας) αλλά και σε άλλες, του κέντρου της Ε.Ε., οι οποίες όμως σε παγκόσμια κλίμακα υποβαθμίζονται ραγδαία, ο κυριότερος πυλώνας υλικής ισχύος, ο οποίος κρατά σε συνοχή το σύστημα εξουσίας, είναι οι ΗΠΑ. Στην περίπτωσή μας ακολουθούν (αν και σε απόσταση) το Ισραήλ και η Γερμανία. Αυτός ο έλεγχος από μια εξωτερική δύναμη ακόμα και σε σύγκρουση με τα συμφέροντα των εθνικών αστικών τάξεων ενίοτε (περίπτωση Γερμανίας), συνιστούν αποδείξεις μετατροπής των χωρών σε προτεκτοράτα (κατεξοχήν φυσικά αυτό συμβαίνει με την Ελλάδα), λόγω του μοναδικού ρόλου των ΗΠΑ ως του μόνου ολοκληρωμένου ιμπεριαλιστικού κέντρου στον πλανήτη και κατόπιν της εσωτερικής αποικιοποίησης των εν λόγω κρατών. Μεταξύ άλλων, η εν λόγω συνθήκη συνεπάγεται ότι ο εγχώριος δημόσιος λόγος και πράξη, η πολιτική, κοινωνική και πνευματική όχι απλώς ελέγχονται εν πολλοίς από το ξένο και ντόπιο σύστημα εξουσίας, αλλά επιπλέον διεκπεραιώνονται με έναν τρόπο οριακώς, αστικοφιλελεύθερο εν μέσω του εξελισσόμενου, παγκοσμίου πολέμου.
Δεν πρόκειται για μια κατάσταση δικτατορίας αρθρωμένης γύρω από ένα πρόσωπο ή μια ομάδα, π.χ. στρατιωτικών (τουλάχιστον όχι ακόμα), αλλά για ένα πολύπτυχο σύστημα αυταρχικού κράτους και διαχεόμενου αυταρχισμού. Αν η στρατιωτική δικτατορία είναι το «σπαθί» του αυταρχισμού, σήμερα δουλεύει ακόμα, αλλά με συντριπτικά μεγαλύτερη ένταση, το «νυστέρι». Τα πρόσωπα μπορεί να αλλάζουν με μεγαλύτερη ή μικρότερη ευκολία. Ο κόσμος μπορεί να ψηφίζει με μεγαλύτερη ή μικρότερη άνεση επιλογής. Ο πολυκομματισμός παραμένει στη θέση του, όπως και η τυπική διάκριση των τριών λειτουργιών.
Ωστόσο, η ενημέρωση και ο δημόσιος λόγος ρυθμίζονται όχι απλώς αυταρχικά, αλλά πολύ αποτελεσματικότερα (ως προς τον έλεγχο) από ό,τι συνέβαινε σε προγενέστερα μοντέλα στρατιωτικών δικτατοριών, μέσα από ένα μηχανισμό απόκρυψης, διαστρέβλωσης, κοινωνίας του θεάματος και σύγχυσης. Επιπλέον, στο κέντρο της δημόσιας ζωής έχουν εγκατασταθεί τόσο ως έννοιες όσο και ως υλικές πραγματικότητες η απειλή, ο φόβος σε έναν οριζόντιο άξονα (απειλή και φόβος από τον διπλανό) και η διαρκώς παρούσα και μεταβαλλόμενη κατάσταση έκτακτης ανάγκης ή εξαίρεσης σε έναν κάθετο άξονα (ένα πανίσχυρο κράτος το οποίο ανακαλύπτει διαρκώς νέους λόγους περιορισμών και πανοπτικού ελέγχου).
Βασικά ατομικά, κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα σχετικοποιούνται τόσο ως προς το περιεχόμενό τους, όσο και ως προς την άσκησή τους ή και καταργούνται για τους «αντιφρονούντες» ως προς τη θεμελιώδη στρατηγική του συστήματος εξουσίας. Δεν είναι τυχαίο ότι τα πρώτα θύματα είναι καλλιτέχνες, αθλητές, δημοσιογράφοι και ορισμένα πολιτικά πρόσωπα: όποια και όποιος μπορεί να διαπεράσει και να πλήξει την ιδεολογική ηγεμονία του συστήματος εξουσίας πρέπει να αναγκαστεί να σιωπήσει ή και να εξοβελιστεί από τη δημόσια σφαίρα, ακόμα και με ευθεία καταστολή. Καταστολή δε, περιμένει και τις μάζες οι οποίες δεν πειθαρχούν. Όταν μάλιστα εμφανίζονται πολιτικά κόμματα, κινήματα ή άλλου είδους δυνάμεις, οι οποίες δύνανται να αμφισβητήσουν τη συμφωνία στις στρατηγικές επιλογές του συστήματος εξουσίας, οι απαγορεύσεις, η καταστολή και άλλα όπλα παρμένα από το οπλοστάσιο των εκτροπών επιστρατεύονται με ευκολία.
Η σχετική αυτονομία του αστικού κράτους αίρεται τόσο ως προς την κυρίαρχη ιμπεριαλιστική δύναμη (τις ΗΠΑ), όσο και ως προς τα κυρίαρχα ολιγαρχικά συμφέροντα. Όλα αυτά δε, στο έδαφος μιας καπιταλιστικής κρίσης, η οποία εμμένει, ευρισκόμενη άλλοτε σε φάση ύφεσης και άλλοτε σε φάση όξυνσης. Είναι σημαντικό ότι δεν πρόκειται για μια κρίση η οποία επιφέρει τη «δημιουργική καταστροφή» του καπιταλισμού αλλά για κρίση η οποία προκαλείται στο πλαίσιο της μονοπωλιακής-ολιγοπωλιακής φάσης του καπιταλισμού και από αυτήν. Ως εκ τούτου, αποσκοπεί στην εμπέδωση της ισχύος των μονοπωλίων και των ολιγοπωλίων οπότε και διαλύει κάθε παραγωγική δύναμη, η οποία θα μπορούσε να τα αμφισβητήσει. Υπ’ αυτήν την έννοια, ορθώνει τα ολιγοπώλια-μονοπώλια ακόμα ισχυρότερα πάνω στα μελλοντικά συντρίμμια του ίδιου του καπιταλισμού ως τέτοιου. Αυτό το σπιράλ θανάτου (μεταφορικώς και κυριολεκτικώς) άλλωστε, διαμόρφωσε τις συνθήκες του παγκοσμίου πολέμου, ο οποίος βρίσκεται σε μη κατακλυσμιαία φάση ακόμα, οξυνόμενος όμως προς μια ανεξέλεγκτη κλιμάκωση.
Στα κράτη εκείνα τα οποία βρίσκονται έξω και απέναντι στο «κήτος», η κατάσταση (παρότι παραμένουν καπιταλιστικά κράτη επίσης ως επί το πλείστον), είναι διαφορετική από αυτά που βρίσκονται εντός του, δηλαδή εντός του ιμπεριαλιστικού μπλοκ. Στα πρώτα, μια μετωπική, έστω πρόσκαιρη σύμπραξη διαφορετικών κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων, με αντιτιθέμενα συμφέροντα είναι εφικτή στο πλαίσιο της διεκδίκησης της αναίρεσης του ρόλου των ΗΠΑ παγκοσμίως. Βλέπουν το «κήτος» κατά μέτωπο και καλούνται να το αντιμετωπίσουν αντιστοίχως μέσα από συγκρούσεις, οι οποίες λαμβάνουν στρατιωτική μορφή.
Για εμάς τα πράγματα είναι διαφορετικά. Βρισκόμαστε μέσα στην «κοιλιά του κήτους». Καλούμαστε να δεχτούμε να μας χωνέψει και να μας μεταβολίσει, να καταστούμε ενεργά εξαρτήματα του μηχανισμού του, μέχρι την εξαφάνισή μας σε ατομικό και συλλογικό, προσωπικό και δημόσιο, επίπεδο. Αυτός ο «μεταβολισμός» μας στην «κοιλιά του κήτους» περνά μέσα από τρεις παράλληλες διαδικασίες: πρώτον, μέσα από τη μετάπτωση από τον αστικό φιλελευθερισμό στον οριακό αστικό φιλελευθερισμό και κατόπιν στο σφιχταγκάλιασμα με κάποια εκδοχή φασισμού, τεχνοαυταρχισμού και οντολογικώς κατοχυρωμένων ανισοτήτων. Δεύτερον, μέσα από τη στράτευσή μας (διανοητική, οικονομικοπολιτική, εργασιακή ή και στρατιωτική) στο σύστημα εξουσίας και εν προκειμένω στον εξελισσόμενο παγκόσμιο πόλεμο. Τρίτον, μέσα από τη διαρκή αφαίμαξη των χαμηλότερων και μεσαίων στρωμάτων σε ό,τι αφορά τα κοινωνικά τους δικαιώματα και το επίπεδο ζωής τους προς όφελος της διεθνούς και κάθε εγχώριας ολιγαρχίας. Πρόκειται για ένα είδος εσωτερικής αποικιοποίησής μας, εντός της οποίας οι λαοί της δύσης αποικιοποιούνται από τις ολιγαρχίες τους, ενώ ταυτοχρόνως εκφασίζονται. Οι κοινωνίες οι οποίες ζουν και σταδιακώς νιώθουν άνετα στην κοιλιά του κήτους, στην πραγματικότητα νιώθουν άνετα με την πορεία σταδιακής εξαφάνισής τους, αφομοίωσής τους σε μια (ας μας επιτραπεί η χονδροειδής εισπήδηση στο πεδίο της ψυχιατρικής) σχιζοειδή κατάσταση. Ενώ μέσα από την εσωτερική τους αποικιοποίηση τείνουν προς την αποσύνθεση ως κοινωνίες και λαοί, σε ευρύτερα τμήματά τους νιώθουν όχι μόνο άνετα, αλλά και προνομιακά. Η απώλεια ενσυναίσθησης ως προς άλλους λαούς πρώτα, ως προς άλλα κοινωνικά στρώματα των δικών τους κοινωνικών και λαών, ως προς οποιονδήποτε άλλον άνθρωπο εν τέλει (πέραν ίσως του στενού οικογενειακού και φιλικού κύκλου), ο συνδυασμός διαρκούς εκφοβισμού και προσεκτικής εναλλαγής μεταξύ ελαχίστων προνομίων και καταστολής, η επιβολή των αξιών του εσωτερικού αποικιοκράτη στον εσωτερικά αποικιοκρατούμενο δημιουργούν μη-λαούς και μη-κοινωνίες, ανεκτικές και παθητικές προς τον (υποτιθέμενο ή όντως) ισχυρό, μέχρι του σημείου της εξαφάνισής τους από τον τελευταίο.
Η οργάνωση και η δράση λοιπόν «μέσα στο κήτος» και μέσα «από το κήτος» πρέπει να είναι διαφορετική για όσες δυνάμεις θέλουν να επιτελέσουν ένα ρόλο εθνικής και κοινωνικής χειραφέτησης, σε σχέση με εκείνους τους λαούς που το αντιμετωπίζουν κατά μέτωπο. Η επιτυχία κινημάτων που δρουν «μέσα στο κήτος» είναι πολύ δύσκολη, διότι πρέπει όχι μόνο να ανταπεξέλθουν απέναντι στον πυρήνα της συγκέντρωσης ισχύος του ιμπεριαλιστικού μπλοκ, αλλά και γιατί πρέπει να πείσουν κοινωνικά στρώματα που βρίσκονται υπό την ιδεολογική ηγεμονία του συστήματος εξουσίας να ανατρέψουν όχι μόνο αυτό, αλλά και να καταστρέψουν το πλαίσιο εντός του οποίου ζουν. Είναι τελείως διαφορετικό να παλεύεις θεωρητικώς κατά του καπιταλισμού, αλλά με περηφάνια για το ότι είσαι δυτικός (άρα αναπαράγοντας τον πυρήνα του ιδεολογικού συστήματος του υπάρχοντος συστήματος εξουσίας) από το να παλεύεις για την αναίρεση της ίδιας της έννοιας της «Δύσης».
Η αναίρεση της «Δύσης» δεν σημαίνει το μηδενισμό ή την εξαφάνιση όσων παρήχθησαν και στα αποικιακά κράτη. Οι διαφορετικές εκδοχές του σοσιαλισμού ή ακόμα και στοιχεία του πολιτικού φιλελευθερισμού είναι πολύ χρήσιμα για όσες κοινωνίες επιθυμούν να τα ακολουθήσουν διαμορφώνοντάς τα με τον δικό τους τρόπο. Η αναίρεση της «Δύσης» είναι η αναίρεση ενός πλαισίου διαχωρισμού του πλανήτη αφενός και επιβολής αφετέρου μέσα από την υλική βάση και τον ιδεολογικό πυρήνα στον οποίο αναφερθήκαμε πιο πάνω (κυριαρχία των μονοπωλίων-ολιγοπωλίων και λατρεία της ισχύος).
Μέσα στο παραπάνω πλαίσιο και ειδικότερα στο πλαίσιο μιας κοινωνίας και χώρας της ημιπεριφέρειας, η θεωρητική και ιδεολογική δουλειά, η επεξεργασία στο επίπεδο του πολιτισμού και της λαϊκότητας είναι απολύτως κομβική. Η σύγχυση στους κόλπους των εργατικών τάξεων και των συμμάχων τους, όπως και στο επίπεδο του πολιτικού εποικοδομήματος μεταξύ σοσιαλιστών, κομμουνιστών, εν γένει προοδευτικών και αριστερών είναι τόσο μεγάλη, ώστε δίπλα στους λογής σφετεριστές των παραπάνω πολιτικών «οικογενειών», υπάρχει μια αδυναμία συνεννόησης, ακόμα και όταν χρησιμοποιούνται οι ίδιοι ή παρόμοιοι όροι, μεταξύ καλόπιστων ανθρώπων και δυνάμεων, λόγω της εντελώς στρεβλής νοηματοδότησής τους. Όροι οι οποίοι κάποτε διέθεταν προφανές περιεχόμενο, έστω στα θεμελιακά τους στοιχεία, έχουν ρευστοποιηθεί με αποτέλεσμα να προκαλούν μεγαλύτερο αποπροσανατολισμό, αντί να επιτυγχάνουν ένα βαθμό συνοχής του δημοσίου λόγου και δράσης. Η συγκροτημένη ιδεολογική και προγραμματική συζήτηση, τα ζητήματα κουλτούρας, τέχνης, λαϊκότητας, ιστορικής ανάλυσης, επιστήμης, εκπαίδευσης πέρα από την επίσημη, κρατική, κυρίως και κατεξοχήν στο εσωτερικό των μαζικών χώρων είναι η πρώτη και η πιο θεμελιακή προϋπόθεση.
Χωρίς θεωρία, η δράση είναι τυφλή και ατελέσφορη. Το λάθος στη δράση διορθώνεται σχετικώς εύκολα. Το λάθος στη θεωρία μπορεί να ακούγεται αδιάφορο από πολλούς, αλλά είναι εν δυνάμει μοιραίο. Η συνήθης απάντηση είναι ότι οι μαζικοί χώροι δεν έχουν διάθεση για τέτοιες διαδικασίες. Πρόκειται είτε για πρόσχημα, είτε για λάθος. Αφενός διότι εδώ και χρόνια σχεδόν κανείς δεν οργανώνει τέτοιου είδους διαδικασίες, αφετέρου διότι οφείλει κανείς να επιλέγει με ωριμότητα τον τρόπο διεξαγωγής τους, τόσο από πλευράς εκφερόμενου λόγου και γείωσής του (ο «διδακτικός ακαδημαϊσμός» αποδεικνύεται πάντοτε καταστροφικός, όπως και η απλοϊκότητα) όσο και από πλευράς (ακόμα περισσότερο) σύνδεσής τους με συγκεκριμένες πολιτικές μάχες. Στα πανεπιστήμια μπορούμε να συζητούμε σε αμιγώς αφαιρετικό επίπεδο. Αυτό είναι άλλωστε ένα μεγάλο μέρος της δουλειάς μας. Στους μαζικούς χώρους οφείλουμε να συνδέουμε την ιδεολογική-προγραμματική δουλειά, δηλαδή τη θεωρητική επεξεργασία με τη συγκεκριμένη κάθε φορά πολιτική μάχη: με τη συγκεκριμένη φοιτητική κινητοποίηση, με τη διεκδίκηση μιας συλλογικής σύμβασης εργασίας, με μια αυτοδιοικητική μάχη, με μια διεκδίκηση συγκεκριμένη σε επίπεδο γειτονιάς κλπ. Η συζήτηση πρέπει να οδηγεί σε εναλλακτικά κέντρα υλικής και ιδεολογικής ισχύος. Άλλα μέσα επικοινωνίας, ερευνητικά κέντρα, συνδικάτα, φοιτητικές παρατάξεις, κινήματα φαινομενικώς ασύνδετα, τα οποία ξεπηδούν αλλά συνέχονται από κοινές ιδεολογικές και προγραμματικές ορίζουσες, πολιτιστικές δράσεις, όλα πρέπει να χτυπούν στο επιμέρους, αλλά να αποδομούν το γενικό. Το σημαντικότερο δε, είναι να περιγράψουμε το «κήτος» σε εκείνους που δεν το βλέπουν και να τους δώσουμε την εναλλακτική βγαίνοντας από αυτό και καταστρέφοντάς το. Η μάχη για τις συνειδήσεις είναι η πιο δύσκολη. Αλλά αυτήν πρέπει να κερδίσουμε.
Ως εκ τούτου, χρειαζόμαστε σταθερές, μαζικές συλλογικότητες με κεντρικό βήμα ένα μαζικό κόμμα της εθνικής και κοινωνικής χειραφέτησης (ή αλλιώς ανεξαρτησιακό-σοσιαλιστικό). Πρέπει να πείσουμε το κοινωνικό ώστε να ξαναέρθει στο κέντρο του πολιτικού. Οι τακτικές (ίδρυση νέου κόμματος, δραστηριοποίηση και έλεγχος προϋπάρχοντος) μπορούν μέχρι ενός σημείου να προσαρμόζονται στις τρέχουσες συνθήκες. Το κρίσιμο είναι να μπορούν να εξυπηρετούν το στόχο της μαζικής πολιτικής υπό την έννοια της ζύμωσης και της δράσης μέσα στους μαζικούς χώρους και μέσα από τους μαζικούς χώρους, στο πλαίσιο της σοσιαλιστικής στρατηγικής. Οι μαζικοί χώροι πρέπει να επανακτήσουν τη σημασία τους με τη συγκρότηση συλλογικοτήτων (παρατάξεις, σωματεία, συλλόγους). Αυτές οι συλλογικότητες πρέπει να χτυπούν σε όλους τους επιμέρους χώρους, όπως προείπαμε, να απορροφούν τις ήττες, να πετυχαίνουν νίκες διαφορετικής κάθε φορά σημασίας και αντικτύπου, αλλά να κινούνται πάντα μέσα στο πλαίσιο μιας ευρύτερης τακτικής και στρατηγικής. Τα κόμματα και ειδικότερα εκείνα τα οποία θέλουν να εκφράσουν το κοινωνικό μπλοκ της εθνολαϊκής χειραφέτησης δεν μπορούν να επιβιώνουν χωρίς τη γείωση στην οργανωμένη κοινωνία και την ανάπτυξη πάνω σε αυτή τη βάση. Η μαζική ζύμωση διεξάγεται μέσα από τους οργανωμένους μαζικούς χώρους και τις μάχες σε αυτούς και μέσα από αυτούς. Ο βασικός στόχος πρέπει να είναι διπλός: η ζύμωση σε μαζική κλίμακα πάνω στο συγκεκριμένο και η αναίρεση της νομιμοποίησης του συστήματος εξουσίας, μέσα από πολύπτυχες δράσεις, διαφορετικού τύπου.
Τρίτον, το κόμμα ήταν και παραμένει το κεντρικό εργαλείο. Πρέπει να είναι δομημένο έτσι, ώστε να υλοποιεί τη στρατηγική της εθνολαϊκής χειραφέτησης με συστηματικό και συνεπή τρόπο. Η στράτευση του κοινωνικού μπλοκ της χειραφέτησης από τη μια, η παραγωγή στελεχών από την άλλη, η δυνατότητα εναλλαγής των δράσεων και κυρίως η ικανότητα θεωρητικής επεξεργασίας αποτελούν κομβικά στοιχεία. Το κομματικό φαινόμενο είναι το κλειδί για την αλλαγή του συσχετισμού ισχύος. Όσο πολύπτυχη και αν είναι η ισχύς του συστήματος εξουσίας, όσο και αν διαχέεται, τόσο παραμένει εν τέλει συγκεντρωποιημένη στο στενό πυρήνα του κράτους. Το αντίρροπο παράδειγμα, το κόμμα αποτελεί το βασικό εργαλείο σύγκρουσης. Δεν είναι τυχαία η εδώ και δεκαετίες λυσσαλέα επίθεση εναντίον του κομματικού φαινομένου.
Φυσικά, το «κήτος» έχει πολλούς τρόπους να επιβάλλει την εξουσία του. Από την ένταση της ιδεολογικής του ηγεμονίας με την εκτεταμένη λογοκρισία έως την αλλαγή καθεστώτων, την προσφυγή σε ανοιχτή δικτατορία ή και στη συλλογική τιμωρία κοινωνιών. Το κρίσιμο είναι να συνειδητοποιήσουμε ότι η παραμονή στην κοιλιά του μόνο σε εξαφάνιση των κοινωνιών μπορεί να οδηγήσει. Πρέπει να το πολεμήσουμε από τα μέσα. Στους οριακούς αυτούς καιρούς πρέπει να διαλύσουμε το μηχανισμό της αποικιοκρατίας και της λατρείας της ισχύος, του καπιταλισμού και της βίας, με κάθε διαθέσιμο μέσο, πριν φτάσουμε στην πραγματοποίηση υπαρξιακών απειλών για την ανθρωπότητα.
Πηγή: ΚΟΣΜΟΔΡΟΜΙΟ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου