Δεκατρία χρόνια μετά το πρώτο μνημόνιο οι μισθοί... αγνοούνται
Του Πάνου Κοσμά
Ο υπουργός Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης, κατά τη χθεσινή συζήτηση του προϋπολογισμού του 2024, απαρίθμησε έμπλεος υπερηφάνειας τις μεγάλες οικονομικές επιτυχίες του υπουργείου του και της κυβέρνησης. Σε τι συνίστανται; Στην αύξηση του ΑΕΠ, στην επίτευξη και μάλιστα υπέρβαση των δημοσιονομικών στόχων (πρωτογενές πλεόνασμα, χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ κ.λπ.), στην ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας για τα ελληνικά κρατικά ομόλογα. Παρουσίασε, σαν τεκμήρια, τους επαίνους των διεθνών οικονομικών οργανισμών: ΔΝΤ, ΟΟΣΑ, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, Ευρ. Επιτροπή.
Λησμόνησε ωστόσο να παρουσιάσει το βασικό τεκμήριο: αν και πόσο καλυτέρευσε η ζωή της πλειονότητας της κοινωνίας, όλων αυτών που ζουν από τη δική τους εργασία κι όχι από την εργασία των άλλων. Προφανώς για τον κ. Χατζηδάκη στόχος της οικονομικής πολιτικής δεν είναι να ευημερεί ή έστω να καλυτερεύει σχετικά η ζωή και η καθημερινότητα των ανθρώπων, αλλά να ευημερούν εκείνοι οι αριθμοί και οι δείκτες που είναι κριτήριο επιτυχίας για τους λίγους, γι’ αυτούς που ζουν από την εργασία των άλλων.
Ερευνα του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών δείχνει ότι από το 2019 μέχρι σήμερα έχει συντελεστεί σημαντική αναδιανομή εγχώριου εισοδήματος υπέρ των κερδών και σε βάρος των μισθών.
Το τι συμβαίνει στην «άλλη πλευρά», σε αυτούς και αυτές που δεν μπορούν να καταναλώσουν δημοσιονομικούς στόχους και επενδυτικές βαθμίδες για να ζήσουν, μας υπενθύμισε σε αδρές γραμμές το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών (ΕΝΑ) με την έρευνά του «Διανομή του εγχώριου εισοδήματος: Μισθοί, κέρδη και κράτος». Τα ευρήματά της τεκμηριώνουν το εξής συμπέρασμα: στον νέο, μεταμνημονιακό (εκτός ή εντός εισαγωγικών) αναπτυξιακό κύκλο τα κέρδη ευημερούν αλλά οι μισθοί φθίνουν.
Οι διεθνείς οργανισμοί, οι κυβερνήσεις (ιδίως η ελληνική) και οι «παραγωγικές τάξεις», που συγκροτούν την πλευρά των κερδών, αποφεύγουν συστηματικά να εξετάσουν το ζήτημα από την πλευρά του εισοδήματος
Οπως σχολιάζει και η έρευνα, μπορεί κανείς να αναλύσει το ΑΕΠ, δηλαδή τον πλούτο που παράγεται ετησίως στη χώρα, με διάφορους τρόπους: από την πλευρά της παραγωγής (και εντός αυτής από την πλευρά της συμβολής των διάφορων συνιστωσών του), από την πλευρά του εισοδήματος και από την πλευρά της δαπάνης. Δεν είναι προφανώς τυχαίο ότι οι διεθνείς οργανισμοί, οι κυβερνήσεις (ιδίως η ελληνική) και οι «παραγωγικές τάξεις» που συγκροτούν την πλευρά των κερδών αποφεύγουν συστηματικά να εξετάσουν το ζήτημα από την πλευρά του εισοδήματος.
Οσο επιμελώς και αν ψάξει ο αναγνώστης/η αναγνώστρια δεν θα βρει σε εκθέσεις, ομιλίες, παρουσιάσεις όλων αυτών τις έννοιες και τα στατιστικά ευρήματα που αποδίδουν την εξής απλή και θεμελιώδη πραγματικότητα, που όμως (θα έπρεπε να) είναι η πεμπτουσία της οικονομικής πολιτικής: πώς μοιράζεται το ΑΕΠ ανάμεσα σε μισθούς και κέρδη. Αν στόχος της οικονομικής πολιτικής είναι η κοινωνική ευημερία, τότε αυτό είναι το θεμελιώδες κριτήριο της επιτυχίας της.
Από αυτή την άποψη, τα ευρήματα τεκμηριώνουν ότι η οικονομική πολιτική αποτυγχάνει σε αυτόν τον στόχο: το Μερίδιο της Εργασίας στο Προϊόν κινείται σε αντίθετη τροχιά από το ΑΕΠ: το δεύτερο αυξάνεται αλλά το πρώτο μειώνεται συστηματικά.
Το παρατιθέμενο γράφημα δείχνει την πορεία μεταβολής του μεριδίου των μισθών (περιλαμβάνει το σύνολο των αμοιβών εργασίας, συμπεριλαμβανομένων των ασφαλιστικών εισφορών και της φορολογίας εισοδήματος), του μεριδίου των κερδών (εκτός από τα εταιρικά κέρδη περιλαμβάνει και το εισόδημα των αυτοαπασχολούμενων, ως μικτό εισόδημα από κεφάλαιο και εργασία), καθώς και του μεριδίου του κράτους (φορολόγηση των εισροών και εκροών της παραγωγικής διαδικασίας μείον τις επιδοτήσεις που καταβάλλονται στην παραγωγική διαδικασία.
Στο β’ τρίμηνο του 2020, με την έναρξη της πανδημίας, της ύφεσης και των έκτακτων επεκτατικών μέτρων, εμφανίζεται μια απότομη μείωση του μεριδίου του κράτους (στο 9%) και μια παράλληλη αύξηση των μεριδίων των κερδών (στο 50%) και των μισθών (στο 41%). Μέχρι το τέλος του 2021 (η γκρίζα περιοχή στο διάγραμμα) το μερίδιο του κράτους παρέμεινε σχετικά σταθερό κοντά στο 11%.
Ομως, το μερίδιο των κερδών αυξήθηκε στο 53% ενώ το μερίδιο των μισθών μειώθηκε στο 36%. Με άλλα λόγια, στη διάρκεια της πανδημίας, οι μισθοί έχασαν περίπου τέσσερις μονάδες ΑΕΠ εκ των οποίων οι τρεις πήγαν στα κέρδη και η μία στο κράτος. Από το α’ τρίμηνο του 2022, με την αύξηση των τιμών ενέργειας, του πληθωρισμού και των νέων κρατικών παρεμβάσεων, μέχρι σήμερα (γ’ τρίμηνο 2023), το μερίδιο των μισθών έχασε άλλες δύο μονάδες ΑΕΠ, κυρίως προς το κράτος. Στο γ’ τρίμηνο του 2023 το μερίδιο των κερδών είναι στο 52,3%, των μισθών στο 34,2% και του κράτους στο 13,5%.
Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι πως από το 2019 μέχρι σήμερα έχει συντελεστεί σημαντική αναδιανομή εγχώριου εισοδήματος υπέρ των κερδών και σε βάρος των μισθών. Αυτό είναι το συνοψισμένο αποτέλεσμα της οικονομικής πολιτικής των κυβερνήσεων Μητσοτάκη, αυτό και το κοινωνικό της περιεχόμενο. Ολα τα υπόλοιπα είναι ευημερία των αριθμών που περιγράφουν την ευημερία των κερδών...
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου