Ενας αλλιώτικος Ψυχρός Πόλεμος

 
Φωτογραφία αρχείου από τη συνάντηση των τότε αντιπροέδρων ΗΠΑ και Κίνας, Τζο Μπάιντεν και Σι Τζινπίνγκ, τον Αύγουστο του 2011, στην Κίνα. Φωτ. A.P.

Του Πέτρου Παπακωνσταντίνου

Στις 25 Μαρτίου, το βρετανικό Ινστιτούτο Chatam House οργάνωσε διαδικτυακή συζήτηση για το μέλλον των φιλελεύθερων δημοκρατιών με τον Χένρι Κίσινγκερ, υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ στις κυβερνήσεις των Ρίτσαρντ Νίξον και Χένρι Φορντ, και τον Τζέρεμι Χαντ, πρώην υπουργό Εξωτερικών της Βρετανίας. Στα 97 του χρόνια, ο αρχιτέκτονας του αμερικανικού ανοίγματος προς την Κίνα του Μάο Τσετούνγκ δεν έκρυψε την ανησυχία του για την απότομη κλιμάκωση της έντασης στις σινοαμερικανικές σχέσεις κατά τους δύο πρώτους μήνες της προεδρίας Μπάιντεν. «Αν δεν έρθουμε σε κάποιου είδους συνεννόηση με την Κίνα, τότε θα βρεθούμε σε μια κατάσταση ανάλογη με εκείνη που επικράτησε στην Ευρώπη παραμονές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου», προειδοποίησε. Δεν δίστασε, μάλιστα, να δώσει δραματικό χαρακτήρα στις συστάσεις του, εκτιμώντας ότι «σήμερα τα πράγματα είναι απείρως πιο επικίνδυνα από τότε» λόγω της ύπαρξης πυρηνικών και άλλων υψηλής τεχνολογίας όπλων.

Είχε προηγηθεί μια εβδομάδα εξημμένων πολιτικών πνευμάτων. Στις 22 Μαρτίου, τρεις μόλις ημέρες μετά την οξύτατη αντιπαράθεση ανωτάτου επιπέδου αντιπροσωπειών των ΗΠΑ και της Κίνας στην Αλάσκα, οι ΗΠΑ, σε συντονισμό με την Ευρωπαϊκή Ενωση, τον Καναδά και τη Βρετανία, επέβαλαν κυρώσεις σε Κινέζους αξιωματούχους με αφορμή τις καταγγελίες για συστηματική καταπίεση της μειονότητας των Ουιγούρων στην επαρχία Σιντζιάνγκ. Ηταν η πρώτη επιτυχία του Τζο Μπάιντεν όσον αφορά τη διακηρυγμένη επιδίωξή του να οικοδομήσει ένα «μέτωπο των δημοκρατιών» εναντίον της Κίνας του Σι Τζινπίνγκ, αλλά και της Ρωσίας του Βλαντιμίρ Πούτιν. 

Σαφείς προθέσεις

Ο Αμερικανός πρόεδρος έκανε απολύτως σαφείς τις προθέσεις του στην πρώτη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, στις 26 Μαρτίου. Εκεί, συνέκρινε τον Σι με τον Πούτιν (τον οποίο λίγες ημέρες νωρίτερα είχε αποκαλέσει «δολοφόνο») και ανακήρυξε ως κεντρική αντίθεση της εποχής μας εκείνη μεταξύ δημοκρατίας και απολυταρχισμού. Είναι αλήθεια ότι και ο προκάτοχός του, Ντόναλντ Τραμπ, είχε ανεβάσει κατά πολύ τους τόνους της αντιπαράθεσης με την Κίνα. Ωστόσο, για τον Ρεπουμπλικανό πρόεδρο η κινεζική απειλή ήταν οικονομικής φύσης και εντοπιζόταν κυρίως στο εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ. Αντίθετα, ο Μπάιντεν δίνει στην αντιπαλότητα ΗΠΑ – Κίνας (και ΗΠΑ – Ρωσίας) ιδεολογικά χαρακτηριστικά αναμέτρησης δύο κόσμων, με τόνους που παραπέμπουν περισσότερο στον Χάρι Τρούμαν.

Η απάντηση της κινεζικής ηγεσίας υπήρξε άμεση. Μία ημέρα μετά τις κυρώσεις των Δυτικών, ο Κινέζος υπουργός Εξωτερικών Γουάνγκ Γι υποδεχόταν στο Γκουιλίν τον Ρώσο ομόλογό του Σεργκέι Λαβρόφ. Οι δύο άνδρες καταδίκασαν την αμερικανική πολιτική των επεμβάσεων και των κυρώσεων, συζήτησαν την ενδυνάμωση της «στρατηγικής» συμμαχίας τους σε όλα τα επίπεδα και αντάλλαξαν σκέψεις για την υπονόμευση του δολαρίου ως διεθνούς εμπορικού και αποταμιευτικού νομίσματος. Την ίδια ημέρα, ο Σι Τζινπίνγκ αντάλλασσε μηνύματα με τον ηγέτη της Βόρειας Κορέας Κιμ Γιονγκ Ουν, προσφέροντάς του πολιτική κάλυψη έναντι των ΗΠΑ και υποσχέσεις για στήριξη της χειμαζόμενης κορεατικής οικονομίας. Υστερα από λίγες ώρες, η Πιονγιάνγκ προχωρούσε στις πρώτες επί κυβέρνησης Μπάιντεν δοκιμές βαλλιστικών πυραύλων. 

Πάντα στις 23 Μαρτίου ο Σι έστελνε τηλεοπτικό μήνυμα αλληλεγγύης στον λαό της Κολομβίας, χώρας-υποστηρίγματος των ΗΠΑ στη Λατινική Αμερική, η κυβέρνηση της οποίας αισθανόταν υποχρεωμένη στην Κίνα για τον εφοδιασμό της με το κινεζικό εμβόλιο Sinovac. Τρεις ημέρες αργότερα, δέκα κινεζικά αεροπλάνα πετούσαν επάνω από τον εναέριο χώρο της Ταϊβάν, ενώ στις 27 Μαρτίου ο Κινέζος υπουργός Εξωτερικών επισκεπτόταν την Τεχεράνη, όπου υπέγραψε 25ετή συμφωνία επενδύσεων ύψους 400 δισ. δολαρίων. 

Σε αυτό το σκηνικό πολλοί αναλυτές, σε Δύση και Ανατολή, έκαναν λόγο για έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο, με πρωταγωνιστές, αυτή τη φορά, την Αμερική και την Κίνα. Το συμπέρασμα μπορεί να αποδειχθεί πρόωρο, πάντως το βέβαιο είναι ότι η Κίνα δεν επεδίωξε μια τέτοια εξέλιξη. Επί δεκαετίες, διαδοχικοί Κινέζοι ηγέτες ακολουθούσαν τη συνετή συμβουλή του Ντενγκ Σιαοπίνγκ, αρχιτέκτονα της στροφής προς την οικονομία της αγοράς: «Να μένουμε ψύχραιμοι, να κρατάμε χαμηλό προφίλ και ποτέ να μην αναλαμβάνουμε ηγετικό ρόλο». 

Οσο, όμως, ο Μπάιντεν υιοθετεί ύφος Τρούμαν, τόσο ο Σι θα υποχρεώνεται να συγκροτήσει το δικό του μπλοκ, συσπειρώνοντας γύρω από την Κίνα πολύ διαφορετικές χώρες, που αισθάνονται ότι απειλούνται από τις ΗΠΑ. Ενδεχομένως, αυτό είναι κάτι που οι ΗΠΑ όχι μόνο δεν φοβούνται, αλλά κατά βάθος το εύχονται: ήδη, η μεγάλη συμφωνία επενδύσεων που είχαν συνάψει η Ε.Ε. και η Κίνα προτού ορκιστεί ο Μπάιντεν δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα εγκριθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ύστερα από τον πόλεμο κυρώσεων του τελευταίου δεκαημέρου, ενώ η αυξανόμενη διεθνής αυτοπεποίθηση της Κίνας ωθεί την Ιαπωνία, την Αυστραλία, τη Νότια Κορέα και το Βιετνάμ να έρθουν ακόμη πιο κοντά στην Ουάσιγκτον. 

Οικονομικός παράγοντας 

Σε κάθε περίπτωση, ο δεύτερος Ψυχρός Πόλεμος, εάν τελικά τον ζήσουμε, θα είναι πολύ διαφορετικός από τον πρώτο. Κατά την αντιπαράθεση της Δύσης με την ΕΣΣΔ, η Αμερική είχε το απόλυτο οικονομικό πλεονέκτημα. Σήμερα δεν αντιπροσωπεύει πλέον το 50%, αλλά μόνο το 25% της παγκόσμιας οικονομίας και τα κινεζικά κεφάλαια (εσχάτως και τα εμβόλια) μπορούν να εξαγοράζουν πολιτική επιρροή ακόμη και σε χώρες της αμερικανικής σφαίρας επιρροής. 

Ούτε η συντηρητική Ενωμένη Ρωσία του Πούτιν ούτε το κατ’ όνομα Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας εμφορούνται από κάποια επαναστατική ιδεολογία με φιλοδοξία παγκόσμιας εξάπλωσης. Και στις δύο χώρες επικράτησε ένα κράμα κρατικού καπιταλισμού και αμυντικού εθνικισμού. Επιτέλους, οι ΗΠΑ δέχθηκαν την ένταξη των δύο χωρών στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου –της Κίνας το 1999, της Ρωσίας το 2012– πιστεύοντας ότι αυτό θα οδηγούσε στην πολιτική τους φιλελευθεροποίηση. Αν κάτι τέτοιο δεν συνέβη και η Αμερική νιώθει ότι χάνει, αντί να κερδίζει, στο παιχνίδι της παγκοσμιοποίησης, αυτό δεν σημαίνει ότι θα πείσει εύκολα τους απρόθυμους συμμάχους της ότι μια νέα «ερυθρά απειλή» βρίσκεται επί θύραις. 

Ο Χένρι Κίσινγκερ μπορεί να μην υπήρξε άγιος, αλλά ήταν πάντα ρεαλιστής. Και όπως τόνισε στην εκδήλωση του Chatam House, «το πρόβλημα της Δύσης είναι να πιστέψει στον εαυτό της. Αυτό είναι εσωτερικό της πρόβλημα, όχι της Κίνας».


Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου