Του Παύλου Δερμενάκη
Η ετήσια μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή που μετρά η ΕΛΣΤΑΤ βρέθηκε στο τέλος του Ιανουαρίου 2022 στο 6,2%, από 5,1% στο τέλος Δεκεμβρίου 2021. Η αύξηση του πληθωρισμού κατά 6,2% αποτελεί ρεκόρ 25 ετών. Η ελληνική οικονομία είχε να δει τέτοια αύξηση τιμών από τις αρχές 1997 (Φεβρουάριος 6,6%, Μάρτιος 6,0%). Η αύξηση της μεταβολής του δείκτη είναι συνεχής από τον Απρίλιο 2021. Κάθε μήνα καταγράφει νέο υψηλότερο ποσοστό όπως φαίνεται στο σχετικό πίνακα.
Δυστυχώς, όπως δείχνουν τα νούμερα, το 6,2% δεν φαίνεται να αποτελεί το τέλος της ανόδου. Σύμφωνα με δημοσιεύματα οι τιμές χονδρικής των εισαγόμενων ειδών αυξήθηκαν κατά 23,6%. Συνεπώς, με δεδομένη τη δομή της ελληνικής οικονομίας και την εξάρτησή της από εισαγόμενα είδη, αναμένονται νέες σημαντικές ανατιμήσεις.
Δεν είναι διατεθειμένοι να κάνουν το παραμικρό για να παρέμβουν στην αισχροκέρδεια. Και στο βάθος, κάποιο έκτακτο επίδομα, ίσως μαζί και με εκλογές, όπως έκανε και η προηγούμενη κυβέρνηση τον Μάιο του 2019
Οι σημαντικότερες αυξήσεις τιμών αφορούν είδη πλατιάς λαϊκής κατανάλωσης. Από τους επιμέρους δείκτες κατηγοριών οι μεγαλύτερες αυξήσεις αφορούν: i) την στέγαση, 22,6% λόγω της αύξησης των τιμών σε ηλεκτρικό, φυσικό αέριο και πετρέλαιο καθώς και των ενοικίων, ii) τις μεταφορές, 11,1% καθώς εδώ συμπεριλαμβάνονται τα καύσιμα, iii) την ένδυση–υπόδηση 7,0%, iv) τη διατροφή, 5,2%. Σε επίπεδο αγαθών και υπηρεσιών, το φυσικό αέριο έχει αύξηση 154,8%, ο ηλεκτρισμός 56,7%, το πετρέλαιο θέρμανσης 36,0%, τα καύσιμα 21,6%. Ακολουθούν μια σειρά από τρόφιμα (αρνί και κατσίκι, ελαιόλαδα, λοιπά έλαια, νωπά λαχανικά, πατάτες) με ποσοστά αύξησης άνω του 10%, ενώ αλεύρι, δημητριακά, ζυμαρικά είναι πάνω από το 6,2%.
Η άνοδος των τιμών συνεπάγεται μείωση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος για τους εργαζόμενους. Σύμφωνα με το Δελτίο του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ (ΙΝΕ-ΓΣΕΕ) τον Δεκέμβριο 2021, όταν ο πληθωρισμός ήταν ακόμα στο 5,1%, η μέση πραγματική απώλεια εισοδήματος ήταν περίπου 7% σε ετήσια βάση. Για δε τον κατώτατο μισθό ήταν 10,4% και για τους μερικά απασχολούμενους έφθανε στο 13,7%. Όπως γίνεται κατανοητό τα νούμερα αυτά έχουν ήδη επιδεινωθεί και θα συνεχίσουν να επιδεινώνονται.
Οι εξελίξεις αυτές στις τιμές δημιουργούν οικονομική ασφυξία στα λαϊκά στρώματα καθώς οι μισθοί παραμένουν καθηλωμένοι σε απαράδεκτα χαμηλά επίπεδα, στο πλαίσιο των μνημονιακών πολιτικών και των εργασιακών σχέσεων «γαλέρας» που επέφεραν. Δεν υπάρχουν συλλογικές συμβάσεις και η κυβέρνηση, με βάση τις «δυνατότητες της οικονομίας» και εφαρμόζοντας το θεσμικό πλαίσιο των μνημονίων, υπόσχεται και εξετάζει την αύξηση που θα δοθεί από το Μάιο 2022. Σημειώνεται ότι η αύξηση που δόθηκε στο βασικό μισθό από την αρχή του 2022 είναι μόλις 2% όταν ο πληθωρισμός έχει ξεπεράσει το ποσοστό αυτό από τον Σεπτέμβριο 2021. Όμως η κυβέρνηση «ανακάλυψε» το πρόβλημα με τους μισθούς μόλις στις 14 Γενάρη, όταν δήλωσε ο κ. Μητσοτάκης ότι «έχω ζητήσει από τον υπουργό Εργασίας να κινήσει άμεσα τη διαδικασία για μία δεύτερη αύξηση του κατώτατου μισθού, η οποία θα εφαρμοστεί από 1η Μαΐου αυτού του έτους.»
Ενώ η ακρίβεια γίνεται ανεξέλεγκτη, η κυβέρνηση δια του αρμόδιου υπουργού Α. Γεωργιάδη, αφού στην πρώτη περίοδο ανατιμήσεων αρνήθηκε την ύπαρξη προβλήματος, σήμερα τη θεωρεί διεθνές φαινόμενο, άρα εκτός δικής της αρμοδιότητας να την ελέγξει-επηρεάσει. Για μία ακόμα φορά η κυβέρνηση σηκώνει τα χέρια ψηλά δηλώνοντας αδυναμία να παρέμβει και να δώσει λύσεις. Στο πλαίσιο αυτό η κυβέρνηση έχει αρνηθεί ό,τι προτάσεις έχουν γίνει. Η τελευταία τοποθέτηση Γεωργιάδη ήταν: «δε σημαίνει ότι μειώνεις τον ΦΠΑ και αυτομάτως μειώνονται οι τιμές στα προϊόντα, ή ότι μειώνεις τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης στα καύσιμα και αυτομάτως μειώνονται οι τιμές στα καύσιμα. Αυτό δεν έχει ισχύσει ποτέ μέχρι σήμερα», δήλωση που αποδεικνύει την κυβερνητική αδιαφορία. Παράλληλα δεν είναι διατεθειμένη να κάνει το παραμικρό για να παρέμβουν στην αισχροκέρδεια. Και στο βάθος σχεδιάζεται κάποιο έκτακτο επίδομα, τα γνωστά ψίχουλα, που μπορεί να το συνδυάσουν και με εκλογές, όπως έκανε και η προηγούμενη κυβέρνηση τον Μάιο του 2019.
Για να φανεί το μέγεθος της ευθύνης της κυβέρνησης στο θέμα της ακρίβειας, επισημαίνουμε το ζήτημα της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος που είναι όπως προαναφέραμε ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα. Η Ελλάδα, σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιοποιεί καθημερινά η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ), έχει την ακριβότερη τιμή χονδρικής σε όλη την Ευρώπη. Αυτό αποτελεί απάντηση στην κυβέρνηση που ισχυρίζεται ότι ο πληθωρισμός είναι ένα διεθνές φαινόμενο. Όμως εκτός από τη διεθνή διάσταση υπάρχουν και οι εθνικοί παράγοντες οι οποίοι σε κάποιες περιπτώσεις είναι καθοριστικοί. Αυτοί επιδεινώνουν την κατάσταση και αυτό φαίνεται ανάγλυφα στο κόστος του ρεύματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου