Δεν μας αξίζει και κυρίως δεν μπορούμε να επιβιώσουμε ως κοινωνία υπό τις παρούσες συνθήκες για πολύ ακόμα.
Του Θέμη Τζήμα *
Πριν από κάποιο καιρό είχαμε δημοσιεύσει ένα άρθρο με τίτλο «Μαφία, Ολιγαρχία, Ξενοκρατία». Οι εξελίξεις στον ΟΠΕΚΕΠΕ, δηλαδή σε μία μόνο από τις υποθέσεις βαριάς διαφθοράς κράτους και παρακράτους, σε συνδυασμό με όσες ακόμα ξέρουμε ότι αγνοούμε αποδεικνύουν τον βαθμό σήψης στον οποίο το κατεστημένο βυθίζει την πατρίδα και τον λαό, εκμαυλίζοντας, λεηλατώντας, εκχωρώντας και καταστέλλοντας.
Η αρχιτεκτονική είναι απλή και διαχρονική: ο ξένος παράγοντας θέλει την Ελλάδα επαρκώς φυλασσόμενο οικόπεδο με ένοπλες δυνάμεις και με λεφτά των ιθαγενών (ημών) προκειμένου να διέρχονται ξένα στρατεύματα, ενέργεια κλπ., πάροχο τουριστικών ή άλλων χαμηλής ειδίκευσης και προστιθέμενης αξίας υπηρεσιών, «ελ ντοράντο» του πολύ μεγάλου κεφαλαίου του και φυσικά σε μια σταθερά φιλοδυτική διεθνοπολιτική και στρατιωτική κατεύθυνση, ως ένα από τα πολλά «φυλάκια» των ΗΠΑ ανά τον κόσμο.
Για να πετύχει αυτές τις λειτουργίες διατηρεί και συντηρεί ένα ελεγχόμενο από τον ίδιο πολιτικό σύστημα το οποίο μας προσφέρει διάφορες εικόνες εθελοδουλείας και αναξιοπρέπειας οι οποίες ισούνται με χιλιάδες ή και εκατομμύρια λέξεις πια. Τελευταία τέτοια επεισόδια αποτελούν τα ενσταντανέ με τη νέα πρέσβειρα των ΗΠΑ (ο πρέσβης του Ισραήλ είναι διακριτικότερος εξ ανάγκης) η οποία κατέφθασε στην Ελλάδα προκειμένου να διώξει τους Κινέζους μακριά και να κλείσει τις λεόντειες συμφωνίες υπέρ των πολυεθνικών ενέργειας των ΗΠΑ, πράγμα που σημαίνει ότι θα πρέπει να διακανονιστεί η υπόθεση της ΝΑ Μεσογείου και των ΑΟΖ με βάση ό,τι συμφέρει τις ΗΠΑ και ό,τι καθησυχάζει τον πλέον «άτακτο» σύμμαχό τους που είναι η Τουρκία εξαιτίας του γεγονότος ότι είναι διεκδικητικότερη και σημαντικότερη για τα συμφέροντα των ΗΠΑ.
Αυτό το ελεγχόμενο πολιτικό σύστημα θα πρέπει να απολαμβάνει ορισμένων προνομίων και άρα να έχει τις αντίστοιχες εξαρτήσεις (αυτά τα δύο πάνε πάντα μαζί) προκειμένου ακριβώς και να ελέγχεται και να κάνει τη δουλειά. Στις μέρες μας, ο βαθμός ελέγχου του πολιτικού συστήματος αποδεικνύεται καταπληκτικός. Εξ ου και τώρα που ο Κυριάκος Μητσοτάκης φθείρεται σε ολοένα μεγαλύτερο βαθμό, αναδεικνύεται μια δήθεν εναλλακτική στα δεξιά (κόμμα Σαμαρά) και μια δήθεν εναλλακτική στο «κέντρο» (κόμμα Τσίπρα). Είναι δε, τόσο μεγάλη η σήψη του πολιτικού συστήματος ώστε ούτε καν καταβάλλεται προσπάθεια για προπαγανδιστική παρουσίαση υποτιθεμένων ιδεολογικώς προσδιοριζομένων κομμάτων. Αρκεί η προβολή ορισμένων ανακυκλωνόμενων προσώπων τα οποία λειτουργούν ως διασκεδαστικές καρικατούρες ή αλλιώς προσομοιώσεις πολιτικής. Τα προνόμια και η δουλεία του ελεγχομένου πολιτικού συστήματος δομούνται γύρω από το χρήμα το οποίο κινείται γύρω από τη διαφθορά και την αλλοτρίωση (δηλαδή στο διασπαθιζόμενο χρήμα είτε απευθείας με παράνομες πράξεις, είτε με νομότυπες αλλά ανήθικες ενέργειες).
Η άλλη πλευρά η οποία είναι και η κομβικότερη σε ό,τι αφορά την εγχώρια εξουσία έχει να κάνει με την οικονομική ολιγαρχία. Μια μερίδα της, το εφοπλιστικό κεφάλαιο είναι διεθνοποιημένη αλλά κάνει δουλειές και χάρη στο ελληνικό κράτος, το οποίο αντιμετωπίζει λίγο-πολύ ως ψοφοδεή αλλά συχνά αναγκαίο μηχανισμό. Οι άλλες μερίδες του πολύ μεγάλου κεφαλαίου ζουν κυρίως από τις εργολαβίες, κρατικό χρήμα, μεταπρατικές και κομπραδόρικες δραστηριότητες, από κάποιες λίγες μεγάλες βιομηχανικές μονάδες και φυσικά από τα προνόμια τα οποία έχει εξασφαλίσει το τραπεζικό κεφάλαιο.
Η μαφία και το παρακράτος το οποίο βλέπουμε σε πλήρη δραστηριότητα και με τον ΟΠΕΚΕΠΕ (και πρόκειται και περί μαφίας και περί παρακράτους) αποτελεί ταυτοχρόνως μέσο επιβολής προς τους «κάτω», μέσο μόχλευσης χρήματος για τους πάνω και εκμαυλισμού μέρους της κοινωνίας, κομματαρχισμού και ιμάντα διακανονισμού συμφερόντων. Η μαφία και το παρακράτος έχουν πλέον μια τεράστια εξάπλωση σε κάθε τομέα οικονομικής δραστηριότητας, τόσο σε εντελώς παράνομες δραστηριότητες όσο και σε δράσεις της επίσημης οικονομίας.
Το τρίγωνο ξενοκρατίας- ολιγαρχίας- μαφίας, ελέγχοντας το πολιτικό σύστημα εξασφαλίζει ότι τα ξένα συμφέροντα θα κατισχύουν των εθνικών και τα συμφέροντα του πολύ μεγάλου κεφαλαίου έναντι των λαϊκών ή των συμφερόντων των μη-προνομιούχων. Αυτή η κατάσταση είναι μία και ενιαία. Το εγχώριο και το διεθνές δένονται άρρηκτα όπως το εθνικό με το ταξικό.
Το να θεωρεί κανείς ότι μια αλλαγή πρωθυπουργού ή απλώς ένα πρόγραμμα αστικού εκσυγχρονισμού αρκεί αποτελεί αφέλεια αν όχι κακόπιστη συνείδηση και καθαρό ψέμα. Επιπλέον η προσπάθεια αντιμετώπισης μόνο ενός εξ αυτών των «γωνιών» είναι είτε εξ ορισμού αποτυχημένη, είτε δολίως τιθεμένη. Δηλαδή δεν θα απαλλαγούμε από τη μαφία χωρίς την απαλλαγή από την ολιγαρχία και το καπιταλιστικό μοντέλο τόσο εν γένει όσο και από την εν Ελλάδι εφαρμογή του, και από την ολιγαρχία χωρίς την απαλλαγή από τον ξένο έλεγχο ο οποίος ασκείται κυριαρχικώς από τις ΗΠΑ, από το Ισραήλ αλλά και από τη Γερμανία και την Ε.Ε..
Υπάρχουν τρία αντεπιχειρήματα. Το ένα είναι ότι ο ξένος έλεγχος αποτελεί το μόνο μέσο κάθαρσης και διαφάνειας στη χώρα. Εξ ου υποστηρίζουν κάποιοι, το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ δημοσιοποιήθηκε από την έρευνα της ευρωπαϊκής εισαγγελίας. Εδώ έχουμε την ταύτιση του ειδικού με το γενικό, κάτι που αποτελεί μεθοδολογικό λάθος. Η επέκταση της διαφθοράς και της μαφίας στην Ελλάδα έρχεται εν μέσω εντεινόμενης ξενοκρατίας (εμφύλιος, δικτατορία, ιδιωτικοποιήσεις από το ’90 και μετά, μνημόνια) σε συνέργεια με το ξένο πολύ μεγάλο κεφάλαιο το οποίοι προστατεύουν κατεξοχήν οι αντίστοιχες κυβερνήσεις. Οι μεμονωμένες παρεμβάσεις προς την κατεύθυνση της έρευνας επιμέρους υποθέσεων δεν αναιρεί τον κανόνα ότι η ξενοκρατία διασφαλίζει το πολύ μεγάλο κεφάλαιο (ξένο αλλά και ντόπιο) τα οποία διαφθείρουν και διαφθείρονται συστηματικώς. Επιπλέον, η αναίρεση της πατρωνίας από τον ξένο παράγοντα δεν ταυτίζεται με την αποκοπή από οποιαδήποτε διεθνή διοικητική ή θεσμική συνεργασία. Στην πραγματικότητα, η προσέγγιση η οποία διατείνεται ότι μόνο από τους «έξω» μπορεί να έρθει η διαφάνεια πέρα από σαφώς ρατσιστική είναι και ιστορικώς αποτυχημένη, καθότι ο ξένος έλεγχος δεν είναι απλώς παρών αλλά είναι καταλυτικός για τη διαμόρφωση του ελληνικού κράτους και της δομής του.
Το δεύτερο αντεπιχείρημα έχει να κάνει με το ότι ο βαθμός του εκμαυλισμού είναι τόσο μεγάλος ώστε δεν υπάρχει η δυνατότητα αλλαγής πολιτικής πια λόγω του ίδιου του λαού. Παρότι αναμφίβολα πρόκειται για παράγοντα δυσχέρανσης, στην πραγματικότητα αυτή η οπτική προκύπτει από την επιλεκτική ματιά στα πράγματα. Πράγματι υπάρχουν μερίδες και ομάδες του ελληνικού λαού οι οποίες συμμετέχουν στη διαφθορά και στην αλλοτρίωση. Δε θα ήταν δυνατό να το αποφύγουμε όταν έχουμε ένα κατεστημένο τόσο λούμπεν όσο το δικό μας. Είναι αναμενόμενο να επιχειρεί και εν πολλοίς να πετυχαίνει να εμπεδώνει λούμπεν ιδεολογία και νοοτροπία σε μέρος των λαϊκών τάξεων και των μη προνομιούχων. Αν μάλιστα κάπου έχει πετύχει ο κύριος Μητσοτάκης είναι να έχει διευρύνει το πεδίο των λούμπεν και εκμαυλιστικών πρακτικών. Ωστόσο, πάλι εκείνοι οι οποίοι δεν έχουν εκμαυλιστεί είναι περισσότεροι. Το ζήτημα είναι ότι αντί για αρκετά θυμωμένοι, τόσο πολύ ώστε να ψάξουν και να φτιάξουν την εναλλακτική, συχνά μένουν απογοητευμένες και απογοητευμένοι στη γωνία και στο περιθώριο. Αν κάτι δείχνει η επέκταση του εκμαυλισμού είναι πόσο βαθύτερη και πόσο ουσιαστικώς επαναστατική πρέπει να είναι η δράση ενάντια στο εκμαυλίζον κατεστημένο.
Το τρίτο αντεπιχείρημα συνίσταται στο ότι δεν υπάρχουν ούτως ή άλλως τα πολιτικά κόμματα τα οποία απαιτούνται ούτως ώστε να είναι εφικτή οποιαδήποτε εναλλακτική. Πέραν του μεθοδολογικώς ανορθολογικού χαρακτήρα του αντεπιχειρήματος (η ανυπαρξία κόμματος ως εναλλακτικής επιτάσσει τη δημιουργία ενός όχι την απόσυρση από την όποια προσπάθεια) πρόκειται και για λανθασμένο επιχείρημα από απόψεως ιστορικής εμπειρίας: η έλλειψη κάποιων ποιοτήτων τελικώς θα καλυφθεί από τις ελλείπουσες ποιότητες. Όσο πιο ελεγχόμενο καθίσταται το πολιτικό σκηνικό, τόσο μεγαλύτερη η ανάγκη για μη ελεγχόμενο κόμμα και κίνημα.
Η σύγκρουση ή θα είναι συνολική με το κατεστημένο, με όλες τις πλευρές του, ή δε θα είναι σύγκρουση καθόλου. Εδώ και τώρα είναι που ανοίγει ξανά, με άλλον τρόπο, το παράθυρο το οποίο είχε ανοίξει κατά την περίοδο των μνημονίων, σήμερα λόγω του πολέμου, της οικονομικής κρίσης για τους μη- προνομιούχους και της προκλητικής σήψης του κατεστημένου. Όπως όλες οι πλευρές του κατεστημένου συνεργάζονται για να διατηρούν τον πολιτικό έλεγχο και την κοινωνική παθητικότητα, με όλες πρέπει να συγκρουστούμε αν θέλουμε να απελευθερωθούμε ως πολιτικό σύστημα και ως κοινωνία. Στην ουσία της όμως αυτή είναι μια επαναστατική διαδικασία. Για να το θέσουμε πολύ καθαρά: η σήψη την οποία προωθεί το κατεστημένο κλείνει το χώρο για άνευρες, «αστικές» μεταρρυθμίσεις και απαιτεί επαναστημένες δυνάμεις με ουσιαστικώς επαναστατικό πρόγραμμα.
Φωτογραφία: Κωνσταντίνος Ζήλος (07/03/2025)
Η ίδια η φύση του κατεστημένου επιβάλλει τη συγκρότηση του άλλου πόλου με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά τόσο σε επίπεδο προγράμματος, όσο και λειτουργίας. (Προφανώς το παρόν άρθρο δεν φιλοδοξεί να περιγράψει κυβερνητικό πρόγραμμα αλλά μόνο να αναφερθεί σε κατευθύνσεις). Η ουσιαστική εθνική ανεξαρτησία, ο λαϊκός πατριωτισμός στην ελληνική περίπτωση περνά μέσα από τη σύγκρουση με τα συμφέροντα των ΗΠΑ, του Ισραήλ και της Γερμανίας, όχι προκειμένου να περάσουμε σε μια άλλη σφαίρα επιρροής αλλά για να μπορούμε να αποκτήσουμε εθνική πολιτική και επομένως συμμαχίες, τις οποίες δεν διαθέτουμε σήμερα. Το ζητούμενο της κυριαρχίας της πατρίδας και του λαού αποτελούν την προϋπόθεση για κάθε περαιτέρω μετασχηματισμό. Μόνο έτσι μπορούν να προστατευθούν τα δικαιώματα του Ελληνισμού και να αποκαταστήσει τη δυνατότητα λήψης αποφάσεων από τον λαό για τον λαό.
Η αποκατάστασης της εθνικής άμυνας και της δημόσιας αμυντικής βιομηχανίας με προσανατολισμό την προστασία του Ελληνισμού και όχι τα νατοϊκά συμφέροντα ή για να είμαστε ακριβέστεροι σε σύγκρουση με τα συμφέροντα του ΝΑΤΟ.
Η αφαίρεση των προνομίων της ολιγαρχίας, η στέρηση των μέσων παραγωγής και πλουτισμού της μέσα από ένα ευρύ πρόγραμμα αφενός οικονομικών μεταρρυθμίσεων, έστω κεϋνσιανού χαρακτήρα, αφετέρου βαθύτερων μετασχηματισμών οι οποίες θα αφορούν τον κοινωνικό έλεγχο και την κοινωνική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και του τραπεζικού τομέα με ιδιαίτερη αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών, οι οποίες δίνουν δυνατότητες που δεν υπήρχαν σε προηγούμενες δεκαετίες αποτελούν τη λυδία λίθο προκειμένου να αποδειχτεί στην πράξη ότι και εννοούμε και μπορούμε να προχωρήσουμε στην θεμελίωση της δημοκρατίας και της απελευθέρωσης των παραγωγικών δυνάμεων. Οι ολιγάρχες είναι οι εχθροί του λαού και ο καπιταλισμός το μοντέλο το οποίο έχει καταδικάσει τους μη- προνομιούχους στη δυστυχία και στη δυστοπία την οποία βιώνουν σε καθημερινή βάση.
Ένα πρόγραμμα θεσμικών μεταρρυθμίσεων (στο πλαίσιο του οποίου μπορεί να αξιοποιηθεί και βοήθεια από το εξωτερικό) με κατεύθυνση τη βαθιά δημοκρατία (σύγχρονη λαοκρατία), και θεμέλια τη διαφάνεια, τη γραφειοκρατική αποτελεσματικότητα, τη λογοδοσία και τη δικαιοσύνη συνιστούν τις προϋποθέσεις της θεσμικής σταθερότητας και του πετυχημένου αγώνα ενάντια στο παρακράτος, στη μαφία και στη διαφθορά. Εκεί ακριβώς είναι που οι νέες τεχνολογίες και ο λαϊκός έλεγχος πρέπει να διαδραματίσουν καίριο ρόλο, μαζί με τον έλεγχο κρισίμων κρατικών δομών οι οποίες αυτήν τη στιγμή ελέγχονται πλήρως από τον ξένο παράγοντα, με πρώτες τις μυστικές υπηρεσίες. Δικαιοσύνη, αυτοδιοίκηση, παιδεία, υγεία, λειτουργία της Βουλής, της κυβέρνησης, ασφάλεια και αστυνόμευση πρέπει να αλλάξουν εκ βάθρων, με αλλαγές οι οποίες θα κορυφωθούν σε μια ουσιαστικώς συντακτική Βουλή.
Ειδικότερα σε ό,τι αφορά τη δομή του κράτους, μεταξύ άλλων, πρέπει να αναιρεθεί το ταχύτερο ο παρασιτισμός της Αθήνας εις βάρος όλης της επικράτειας. Το Λεκανοπέδιο πρέπει να χάσει πληθυσμό σε μεγάλη κλίμακα προς όφελος της περιφέρειας αλλά και να αποκεντρωθεί η εξουσία τόσο χωρικώς, όσο και θεσμικώς, με τη βοήθεια της χρήσης των νέων τεχνολογιών και νέων θεσμικών ρυθμίσεων.
Όλα τα παραπάνω όμως μπορούν να στηριχθούν μόνο σε μια πολιτική απελευθέρωσης και ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, με στόχο την παραγωγή πλούτου και τη δίκαιη διανομή του. Η ανάπτυξη βιομηχανικής πολιτικής, με έμφαση στις νέες τεχνολογίες, η απόκρουση της ληστρικής διείσδυσης του ξένου κεφαλαίου, η διαμόρφωση μιας σύγχρονης αγροτικής πολιτικής όπως και πολιτικής περιφερειακής ανάπτυξης, η διαμόρφωση κεντρικού σχεδιασμού, η επανάκτηση του δημοσίου πλούτου, των υποδομών και των στρατηγικών οικονομικών μονάδων από τον δημόσιο τομέα, οι συνέργειες πανεπιστημίων και δημοσίων επενδύσεων είναι που μπορούν να στηρίξουν μια γνήσια αναπτυξιακή πολιτική για τους πολλούς.
Η αναπτυξιακή πολιτική και η αναδιανομή του πλούτου, με την ολιγαρχία εξοντωμένη είναι εκείνη που θα στηρίξει τη μετάβαση σε ένα βιώσιμο κράτος ευημερίας σε πρώτη φάση, ικανό να βγάλει τους νέους μη-προνομιούχους από το κοινωνικό και οικονομικό περιθώριο, δίδοντας πίσω την πατρίδα στον λαό της.
Με αυτά τα θεμέλια μπορούν να σχεδιαστούν και να ασκηθούν κατόπιν μια σειρά αιχμιακών και αναγκαίων μεταβατικών πολιτικών: πολιτική για καθολική πρόσβαση σε δημόσια υγεία, παιδεία και ασφάλιση, πολιτική για τη στέγη και την ιδιοκατοίκηση, πολιτική για τις γεννήσεις, τα παιδιά και την οικογένεια, πολιτική νεολαίας.
Τα παραπάνω ωστόσο προϋποθέτουν και οδηγούν αναγκαστικώς σε βαθύτερους μετασχηματισμούς. Είναι αναγκαία η διαμόρφωση ενός άλλου πολιτισμικού προτύπου και τρόπου ύπαρξης από τη μια και ενός διαφορετικού οικονομικού και κοινωνικού μοντέλου από την άλλη, που θα μπορούσαν να περιγραφούν ως διαφορετικές διαστάσεις του σοσιαλισμού. Δεν αρκεί κανένα μεταβατικό πρόγραμμα, καμιά επιμέρους σύγκρουση αν δεν συλλάβουμε και δεν υλοποιήσουμε έναν άλλον τρόπο ύπαρξης. Η πολιτική καθίσταται ερωτική και κινητοποιεί την κοινωνία μόνο ως επαναστατική, ως ρήγμα με την καθημερινότητα με τη μιζέρια και με την ανελευθερία. Δεν είναι ο στόχος να αναλύσουμε εδώ μια ολοκληρωμένη αντίληψη για τον σοσιαλισμό αλλά να υποστηρίξουμε ότι χρειάζεται πολιτικό κόμμα και κίνημα γενικευμένης σύγκρουσης και αλλαγής.
Η συγκρότηση ενός τέτοιου κόμματος- κινήματος περνάει μέσα όχι από ανακύκλωση, ούτε από συγκολλήσεις γραφειοκρατών αλλά από μια σύνθεση δράσης στο επίπεδο πρωτοποριών στελεχών και οργανωμένων μαζικών χώρων. Τα σημερινά κόμματα δεν μπορούν και δεν αρκούν αλλά περιλαμβάνουν πρόσωπα και δυνάμεις με εν δυνάμει καταλυτικό ρόλο. Δεν μας αξίζει και κυρίως δεν μπορούμε να επιβιώσουμε ως κοινωνία υπό τις παρούσες συνθήκες για πολύ ακόμα. Δεν είναι ακαδημαϊκό θέμα: είναι το ένστικτο επιβίωσης εκείνο το οποίο πρέπει να μας καθοδηγήσει.
* Ο Θέμης Τζήμας είναι δικηγόρος, διδάκτορας δημοσίου δικαίου και πολιτικής επιστήμης του ΑΠΘ και μεταδιδακτορικός ερευνητής. Έχει δημοσιεύσει μελέτες σε διεθνή συνέδρια και σε νομικές επιθεωρήσεις και έχει συμμετάσχει σε διάφορες διεθνείς αποστολές.
Πηγή: ΚΟΣΜΟΔΡΟΜΙΟ





Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου