Του Γιάννη Χουβαρδά *
Καθημερινά ο κόσμος γίνεται πιο σκοτεινός, ρευστός και επικίνδυνος. Ο πόλεμος στην Ουκρανία οξύνει τις αντιθέσεις Δύσης (ΗΠΑ-ΗΒ-ΕΕ) – Ευρασίας (Κίνα-Ρωσία-Ιράν). Νέα κέντρα ισχύος αναδύονται, με πιο σημαντικά την Τουρκία, το Ιράν, τη Σαουδική Αραβία (ΒΣΑ) και την Ινδία. Μία νέα κρίση στη διεθνή καπιταλιστική οικονομία είναι πιθανή. Ως συνέπεια, τα διεθνοπολιτικά υποκείμενα κατακλύζονται από ανασφάλεια και κινητοποιούνται εντονότερα.
Έτσι η μάχη Δύσης – Ευρασίας για διεθνή επιρροή εντείνεται. Η κούρσα ΝΑΤΟ-Ρωσίας για επιρροή στην Ευρώπη και δη στην Ουκρανία οξύνει την πάλη για τις οδούς εμπορίου, για τη θέση του δολαρίου ως διεθνούς αποθεματικού αλλά και των παραγωγών υδρογονανθράκων (υ/α) ως κύριων παρόχων ενέργειας. Ακόλουθα, θερμαίνει τη διαμάχη για το νόμισμα στο διεθνές εμπόριο και για επιρροή σε μέρη με υ/α, πολύτιμα μέταλλα και κρίσιμα περάσματα, όπως Αφρική, Μ. Ανατολή, Κ. Ασία. Συνεπώς, δημιουργεί ένα διευρυνόμενο μέτωπο 7 κομβικών πεδίων: Ουκρανία, δολάριο, υ/α, εμπορικοί οδοί, Κ. Ασία, Μ. Ανατολή, Αφρική.
Ωστόσο, και στα 7 πεδία επικρατεί στασιμότητα. ΝΑΤΟ και Ρωσία απέχουν της νίκης, όπως δείχνει η μικρή αλλά υπαρκτή πρόοδος της Ουκρανικής επίθεσης. Η φειδωλή διεύρυνση των BRICS και η πρόθεση αύξησης των συναλλαγών τους σε εθνικά και όχι νέα νομίσματα μαρτυρούν την αντοχή του δολαρίου και του Δυτικού πλαισίου εμπορίου παρά τις πιέσεις που αυτά δέχονται. Η άνοδος των τιμών του πετρελαίου εξαιτίας της περικοπής της παραγωγής από τον ΟΠΕΚ+ προδίδει ότι οι κυρώσεις στη Ρωσία και η πτώση της ζήτησης δεν αλλάζουν τη μειονεκτική θέση της Δύσης στο εμπόριο ενέργειας. Οι ΗΠΑ μένουν πρωταγωνιστές στη Μ. Ανατολή, παρότι Ρωσία και Κίνα βελτιώνουν τη θέση τους, καθώς αυξάνουν τον στρατό τους στον Π. Κόλπο, προσεγγίζουν το Ιράν, ωθούν διεργασίες στο Παλαιστινιακό και μεταξύ Ισραήλ – ΒΣΑ. Η επιρροή της Δύσης στην Αφρική διατηρείται, μολονότι διεισδύει η Ρωσία και υποχωρεί η Γαλλία, όπως δηλώνουν η παραμονή των βάσεων των ΗΠΑ στον Νίγηρα και η φιλοδυτική χούντα στη Γκαμπόν. Η Ρωσία αδυνατεί να ηγεμονεύσει σε Κ. Ασία και Καύκασο, εφόσον η Αρμενία στρέφει προς τη Δύση και η Τουρκία σφίγγει το Αζερμπαϊτζάν και διεισδύει στα Τουρκόφωνα κράτη. Η Δύση ανακάμπτει στις εμπορικές οδούς, καθώς ο Αναπτυξιακός Δρόμος του Ιράκ [(IDR) Π. Κόλπος-Τουρκία], ο Μεσαίος Διάδρομος [(MC) Τουρκία-Κ. Ασία] και ο νέος Δρόμος των Μπαχαρικών [Ινδία-Μ. Ανατολή-Ευρώπη (IMEC)] απαντούν στις κινήσεις Κίνας και Ρωσίας, όπως η Πρωτοβουλία Ζώνη και Δρόμος [(BRI) Κίνα-Ευρώπη], και ο Διεθνής Μεταφορικός Διάδρομος Βορράς-Νότος [(INSTC) Ινδία-Ρωσία]. Έτσι, καμία πλευρά δεν προωθείται διακριτά σε κάποιο σημείο του μετώπου.
Παράλληλα, Τουρκία, Ιράν, ΒΣΑ και Ινδία ανάγονται σε ρυθμιστές της κατάστασης. Η Τουρκία κατοχυρώνεται ως δίαυλος Δύσης – Ρωσίας, καθώς από τη μία παρέχει στρατηγική στήριξη στην Ουκρανία (UAVs, MRAPs, DPICMs, Συμβούλους κ.α) και πολύτιμες υπηρεσίες στο ΝΑΤΟ (θέση, μέγεθος/δυνατότητες στρατού, αμυντική βιομηχανία, βάσεις), και από την άλλη δεν μετέχει (υποσκάπτει) στις Δυτικές κυρώσεις στη Ρωσία, ενώ είναι μέρος των BRI, MC και IDR, κόμβος logistics, ενέργειας/εμπορίου, αλλά και προορισμός Δυτικών επενδύσεων. Το Ιράν τροφοδοτεί τη Ρωσία με πολύτιμα UAVs, ενώ είναι μέρος των BRI, INSTC, διαθέτει μεγάλα κοιτάσματα υ/α, «ελέγχει» μέσω των Στενών του Ορμούζ την είσοδο/έξοδο των IDR και IMEC και περί το 20% της ημερήσιας κατανάλωσης πετρελαίου. Όσο για το ΒΣΑ, οι δυνατότητες του στην εξαγωγή πετρελαίου και το μέσο με το οποίο τις υλοποιεί, το διατηρούν σε θέση να ρυθμίζει τις τιμές ενέργειας και να επηρεάζει τη ζήτηση νομισμάτων, ανακουφίζοντας οικονομικά τη Ρωσία για όσο η πετρελαϊκή τους συμμαχία στο σχήμα ΟΠΕΚ+ συνεχίζει να υφίσταται, αλλά και προκαλώντας ανησυχία στις ΗΠΑ για το αν αυτό θα συνεχίσει να εμπορεύεται το πετρέλαιο του σε δολάρια, ενώ επίσης είναι μέρος του IMEC. Τέλος, η Ινδία αποτελεί αναπνευστήρα της Ρωσίας και ανταγωνιστή της Κίνας, καθώς διυλίζει/εξάγει το πετρέλαιο της πρώτης και εμπλέκεται σε συνοριακά/στρατιωτικά επεισόδια με τη δεύτερη, ενώ είναι πυρηνική δύναμη, εναλλακτική επιλογή για τις Δυτικές εταιρείες που φεύγουν από την Κίνα και τερματικός/αφετηρία των IMEC, INSTC, (ίσως του IDR). Ακόμα, Τουρκία, ΒΣΑ και Ιράν ασκούν ευρύτερα επιρροή σε Ευρασία και Αφρική, μέσω συσπειρώσεων που ηγούνται, ενώ η Ινδία διευρύνει την πλανητική της επιρροή διά της οικονομικής ισχύος και της λάμψης που αυτή της προσδίδει στο πολιτικό της μοντέλο. Συνεπώς, οι επιλογές τους μπορούν να γείρουν την πλάστιγγα υπέρ της Δύσης ή της Ευρασίας.
Ακολούθως, ΗΠΑ και Ρωσία ιεραρχούν τον προσεταιρισμό τους. Οι ΗΠΑ φλερτάρουν την Ινδία, για να λειτουργεί η επιρροή της στις αναπτυσσόμενες χώρες ως ανάχωμα προς μία αντιδυτική τους στροφή. Επιδιώκουν τη χαλάρωση των δεσμών του Ιράν με Κίνα και Ρωσία, δίνοντάς του εναλλακτικές επιλογές μέσω μίας εξομάλυνσης των σχέσεων του με τη Δύση. Δέχονται την αυτονομία Τουρκίας και ΒΣΑ και εκσυγχρονίζουν τη συμμαχία μαζί τους, εστιάζοντας στο κοινό συμφέρον και στη χρήση «καρότων και μαστίγιων» για την υπέρβαση των σημείων τριβής. Από την άλλη, η Ρωσία επιχειρεί τον μετριασμό της προσέγγισης της Ινδίας και του Ιράν με τη Δύση, μέσω της ενίσχυσης των δεσμών μαζί τους, ενώ συνεχίζει τις προσφορές σε ΒΣΑ και Τουρκία, για να εντείνει την τάση αυτονόμησης τους. Ως αποτέλεσμα, τα περιθώρια ελιγμών αυξάνουν για τα νέα κέντρα ισχύος.
Συνακόλουθα, τα κέντρα αυτά ζητούν κεντρικό ρόλο στη διεθνή πολιτική. Απ’ αυτή τη σκοπιά υιοθετούν το ιδεολόγημα της Ρωσίας και της Κίνας για έναν «πολυπολικό κόσμο», ο οποίος θα διευθύνεται από μία συνεννόηση μεγάλων και περιφερειακών δυνάμεων, βάσει του συσχετισμού ισχύος. Όμως διαφέρουν και με τις δύο ως προς το πώς θέλουν να λειτουργεί αυτή η συνεννόηση, ένεκα των αντιθέσεων τους και της ασυμφωνίας τους για τις σχέσεις ισχύος. Συγκεκριμένα, Ιράν, ΒΣΑ και Τουρκία θέλουν, το κάθε ένα, την ηγεσία στη Μ. Ανατολή, ενώ η Ινδία την επιζητεί στη Ν. Ασία. Όλα αρνούνται τις βλέψεις της Κίνας στον Ινδοειρηνικό και της Ρωσίας στην πρώην ΕΣΣΔ, ενώ τις ανταγωνίζονται σε μία γκάμα πεδίων. Έτσι οι τέσσερις δυνάμεις αξιοποιούν τις αντιθέσεις Ευρασίας – Δύσης για την προώθηση δικών τους επιδιώξεων.
Σε αυτή τη βάση, οι παραπάνω δυνάμεις επιχειρούν να ισορροπούν μεταξύ των δύο αυτών πόλων. Το ΒΣΑ εντάσσεται στους BRICS, ενώ παζαρεύει με τις ΗΠΑ έναν ηγετικό ρόλο στη Μ. Ανατολή. Η Τουρκία αναλαμβάνει την επεξεργασία/εξαγωγή των σιτηρών της Ρωσίας στην Αφρική και μετατρέπεται σε κόμβος εξαγωγής των υ/α της, όταν διαπραγματεύεται με τις ΗΠΑ έναν κεντρικό ρόλο σε Ευρασία και Αφρική. Το Ιράν ανταλλάσσει αιχμαλώτους με τις ΗΠΑ, σε μία συμφωνία που επιτρέπει την υπό όρους πρόσβασή του σε κατασχεμένους από τη Δύση λογαριασμούς 6 δις$, την ώρα που και αυτό εντάσσεται στους BRICS. Η Ινδία προχωρά σε στρατιωτικές συμφωνίες/συναλλαγές με τις ΗΠΑ και εμπλέκεται μαζί τους σε πολυμερείς συνεργασίες σε όλον τον Ινδοειρηνικό, αλλά επιτρέπει τη διεύρυνση των BRICS και στηρίζει τη μετάβαση των διεθνών συναλλαγών σε εθνικά νομίσματα. Όλες τους αρνούνται να ευθυγραμμιστούν τόσο με τη Δύση όσο και με την Ευρασία.
Ταυτόχρονα τα οικονομικά προβλήματα σωρεύονται στις μητροπόλεις του καπιταλισμού. Η Δύση βυθίζεται σε μία δίνη ύφεσης, την οποία ενδυναμώνει η άνοδος των επιτοκίων με την οποία οι κεντρικές τράπεζες επιχειρούν να τιθασεύουν τον πληθωρισμό, το απότοκο των προηγούμενων μεγάλων (διά)κρατικών πακέτων στήριξης της οικονομίας στην πανδημία. Αντίστοιχα, η μετάβαση από μία οικονομία βασισμένη σε φτηνές βιομηχανικές εξαγωγές και φτηνό νόμισμα-Γουάν, σε μία οικονομία κατανάλωσης και παροχής υπηρεσιών, με ισχυρό Γουάν, την οποία η Κίνα υλοποιεί ως απάντηση στην κάμψη της κατανάλωσης στη Δύση αλλά και των επενδυτικών/εμπορικών πολέμων που η τελευταία της εξαπολύει, εντείνει και δεν αποτρέπει την υπερσυσσώρευση κεφαλαίου και τη διακριτή υποχώρηση της ανάπτυξης, κάτι που εκφράζεται στις αποπληθωριστικές τάσεις και στην ανεργία των νέων, ενώ τα σκληρά μέτρα κατά της covid-19 επιτάχυναν την εκδήλωση του φαινομένου. Επακόλουθα υποχωρεί και η διεθνής ζήτηση πρώτων υλών, πλήττοντας τα μέλη του ΟΠΕΚ+. Την όλη κατάσταση επιβαρύνουν σημαντικά η όξυνση των ανταγωνισμών, ο πολλαπλασιασμός των «φυσικών» καταστροφών, η «πίεση» που ασκούν οι νέες τεχνολογίες για να μπούνε στην παραγωγή. Ως συνέπεια, οι ταξικές και οι ενδοαστικές αντιθέσεις οξύνονται σε κάθε ιμπεριαλιστικό κέντρο, μεγαλώνοντας τις προκλήσεις για τον κρατικό τους μηχανισμό.
Συνεπώς ένα εκρηκτικό μείγμα σωρεύεται στα θεμέλια του ιμπεριαλιστικού συστήματος. Η ένταση και το μέτωπο της διαμάχης μεταξύ των δύο κύριων πόλων του διευρύνονται συνεχώς, δίχως κάποιος να πετυχαίνει διακριτή προώθηση των θέσεων του. Νέες δυνάμεις επιχειρούν να παίξουν ρόλο ρυθμιστή στη διεθνή πολιτική, προωθώντας η κάθε μία την ατζέντα της και δίχως να ευθυγραμμίζεται με κάποιον από τους δύο κύριους πόλους. Η οικονομική συγκυρία οξύνει τις ταξικές και ενδοαστικές αντιθέσεις στις μητροπόλεις του καπιταλισμού. Ακολούθως μία διεθνής συνεννόηση που θα επέφερε μία κάπως μακροπρόθεσμη και μεγάλης κλίμακας ύφεση στις διεθνείς σχέσεις καθίσταται όλο και πιο αδύνατη.
Σε αυτά τα πλαίσια τρία σενάρια φαντάζουν πιθανά για το ορατό μέλλον:
Δύση και Ευρασία επιτυγχάνουν μία προσωρινή, εύθραυστη και μερική συνεννόηση για τη διακοπή της σύγκρουσης στην Ουκρανία και πιθανά σε κάποιο/α από τα παρακάτω πεδία: Στη μεταρρύθμιση του πλαισίου των διεθνών οικονομικών συναλλαγών. Στους όρους και την ταχύτητα μετάβασης σε μια “Πράσινη” διεθνή οικονομία. Στη χάραξη σφαιρών επιρροής σε Αφρική, Κ. Ασία και Μ. Ανατολή. Στους εμπορικούς διαδρόμους που θα υλοποιηθούν και στους όρους ένωσης τους. Προς αυτή την κατεύθυνση ωθούν η αδυναμία διακριτής προώθησης των θέσεων της Δύσης ή της Ευρασίας στα κομβικά πεδία αντιπαράθεσης τους, η επιθυμία των νέων κέντρων ισχύος να διαμεσολαβήσουν μεταξύ αυτών των δύο πόλων για να θωρακίσουν/κεφαλαιοποιήσουν τα μέχρι τώρα κέρδη τους, ο φόβος όλων για την όξυνση των αντιθέσεων στο εσωτερικό τους και οι οικονομικές ανάσες που μπορεί να τους προσφέρει μία ανακωχή. Μάλιστα, διεργασίες όπως η επίσκεψη Κίσινγκερ στην Κίνα, οι κινήσεις αυτής στο Ουκρανικό, η «απομάκρυνση» Πριγκόζιν στη Ρωσία, οι διεργασίες για το τερματισμό του πολέμου στην Υεμένη, η προσέγγιση της Συρίας με τις Αραβικές μοναρχίες και την Τουρκία, η μη εισβολή της ECOWAS στο Νίγηρα, η στρατιωτική «λύση» (νίκη του Αζερμπαϊτζάν) του ζητήματος στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ με την άδεια της Ρωσίας, μπορεί να αποδειχθούν σημαντικές για την ευόδωση μίας τέτοιας προοπτικής.
Η διαμάχη Δύσης-Ευρασίας οξύνεται ποιοτικά. Μάλιστα τα στοιχεία που αποτελούν προϋπόθεση για μία τέτοια εξέλιξη υπάρχουν ήδη. Είναι οι μεγάλες αντιθέσεις μεταξύ των δύο πόλων, τα πολλά μέσα κλιμάκωσης που αυτοί διαθέτουν και η ισχυρή πίστη και των δύο στη δυνατότητα νίκης, οι αντιθέσεις μεταξύ των νέων κέντρων ισχύος, η ανασφάλεια όλων για την εξέλιξη του συσχετισμού, αλλά και ο πειρασμός μίας εξωτερίκευσης των εσωτερικών αντιθέσεων τους στα πλαίσια μίας εκμετάλλευσης της συγκυρίας για λεηλασία. Μάλιστα το δρόμο της έχουν ήδη στρώσει τα όπλα που στέλνει το ΝΑΤΟ στην Ουκρανία και η όλη εξέλιξη της μεταξύ τους συνεργασίας, η ένταξη της Φινλανδίας και σύντομα της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ και η όξυνση του ανταγωνισμού του με τη Ρωσία για την Αρκτική, η συνεργασία του ΝΑΤΟ με χώρες του Ινδοειρηνικού, η αναταραχή που υπάρχει στη Ρωσική ηγεσία όπως αποτυπώθηκε στην ανταρσία της Βάγκνερ και εκφράζεται με τις τυχοδιωκτικές δηλώσεις για χρήση πυρηνικών, η επιμονή παλαιών και ο πολλαπλασιασμός νέων εστιών έντασης στον πλανήτη.
Δύση και Ευρασία σέρνονται σε μία ποσοτική ένταση της μεταξύ τους διαμάχης. Στο πιθανότερο αυτό σενάριο οδηγεί η δυσκολία μίας μεταξύ τους συνεννόησης, αλλά και η επιθυμία τους να μη βγει η κατάσταση εκτός ελέγχου. Σε αυτό το ενδεχόμενο ο κίνδυνος εκτροχιασμού των ανταγωνισμών θα είναι συνεχώς παρών και αυξανόμενος.
* PhD© Διεθνολόγος-Πολιτικός Επιστήμονας
Πηγή: militaire.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου