Ο προβλέψιμος κύριος Μπλίνκεν και ο απρόβλεπτος κύριος Λαβρόφ…

 

Οι συνομιλίες των ΥΠΕΞ ΗΠΑ - Ρωσίας σήμερα στη Γενεύη, είναι δυνατόν να λάβουν πολύ μεγαλύτερες διαστάσεις απ’ όσο αρχικά θα μπορούσε κανείς να υποθέσει.

Του Βασίλη Μακρίδη

Οι συνομιλίες των Υπουργών Εξωτερικών των ΗΠΑ Άντονι Μπλίνκεν και της Ρωσίας Σεργκέι Λαβρόφ, που διεξάγονται σήμερα (21/1) στη Γενεύη της Ελβετίας, είναι δυνατόν να λάβουν πολύ μεγαλύτερες διαστάσεις ως προς τα αποτελέσματα και τις συνέπειές τους, απ’ όσο αρχικά θα μπορούσε κανείς να υποθέσει.  Κι αυτό επειδή της συνάντησης αυτής έχει προηγηθεί μια εβδομάδα εντεταμένων διπλωματικών προσπαθειών, με συνεχείς συναντήσεις και διασκέψεις ανάμεσα σε πολιτικές και διπλωματικές αντιπροσωπείες των χωρών του δυτικού κόσμου με τη Ρωσία και των δυτικών χωρών μεταξύ τους.

Η συνάντηση των προέδρων Μπάιντεν και Πούτιν που ήταν προγραμματισμένη για τις αρχές του μήνα αναβλήθηκε μέχρι νεοτέρας, εν πολλοίς εξαιτίας των γεγονότων στο Καζακστάν και της ανάγκης της ρωσικής πλευράς να ασχοληθεί με τα του ευρύτερου «οίκου» της, δηλαδή με τα τεκταινόμενα σε μια χώρα-σύμμαχό της. Ωστόσο οι υπόλοιπες συναντήσεις (ΗΠΑ – Ρωσίας σε επίπεδο αναπληρωτών Υπ.Εξ., ΝΑΤΟ – Ρωσίας, ΟΑΣΕ – Ρωσίας, συνάντηση Λαβρόφ – Μπέρμποκ στη Μόσχα, συνάντηση Μπλίνκεν με αξιωματούχους στην Ουκρανία και πλείστες όσες) δημιούργησαν μια τόσο πυκνή ατζέντα, που όμοιά της μάλλον δεν έχει συναντήσει ο σύγχρονος κόσμος.

Οι λόγοι της τόσο μεγάλης σπουδής για συνεχείς πολιτικές και διπλωματικές επαφές είναι προφανείς: οι δύο πλευρές (η Δύση και η Ρωσία δηλαδή) έφτασαν σε ένα τόσο κρίσιμο σημείο στις σχέσεις τους, που θεώρησαν ότι μόνο διαμέσου αυτών των αλλεπάλληλων συναντήσεων μπορεί να βρεθεί κάποια λύση στον ορίζοντα. Οι σχέσεις Δύσης – Ρωσίας (και Ρωσίας με τα μεγαλύτερα δυτικά κράτη ξεχωριστά) κατά τα τελευταία χρόνια όχι απλώς περνούν τη μεγαλύτερη κρίση από την εποχή της διάλυσης της ΕΣΣΔ και του λεγόμενου «σοσιαλιστικού στρατοπέδου», αλλά έφτασαν πλέον στο ένα βήμα από τη θερμή στρατιωτική αντιπαράθεση, ειδικά με την όξυνση της κατάστασης σε μια σειρά από χώρες του «μετασοβιετικού» γεωπολιτικού πεδίου.

Οι προφορικές υποσχέσεις που κάποτε έδιναν οι αξιωματούχοι των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ περί μη επέκτασης της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας προς τα ανατολικά στον μοναδικό πρόεδρο της ΕΣΣΔ Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, αλλά και στον πρώτο πρόεδρο της «μετασοβιετικής» Ρωσίας Μπορίς Γέλτσιν, αποδείχθηκαν «έπεα πτερόεντα». Το ΝΑΤΟ όχι μόνο επεκτάθηκε προς ανατολάς, αλλά έφτασε και στα σύνορα της Ρωσικής Ομοσπονδίας,  μέσω της εισόδου των τριών χωρών της Βαλτικής στη Συμμαχία. Απέναντι σε μια Ρωσία, η οποία κατά τη δεκαετία του ‘90 του προηγούμενου αιώνα παρέπαιε πολιτικά και οικονομικά και δεν μπορούσε να συμπεριφερθεί ούτε καν ως αξιοπρεπής περιφερειακή δύναμη, το ΝΑΤΟ βρήκε τον κατάλληλο «ζωτικό χώρο» (αλλά και τις ανάλογες διαθέσεις των ηγεσιών των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης), ώστε να εισέλθει ένα βήμα πριν το «μαλακό υπογάστριο» της πάλαι ποτέ κραταιάς υπερδύναμης και να την περικυκλώσει στρατιωτικά. Ωσάν να μην επρόκειτο για μια Ρωσία η οποία, επί προεδρίας Γέλτσιν, ήταν μακράν η πιο «φιλοδυτική» και παραδομένη στις «αξίες» του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού χώρα της Ευρώπης. Θα μπορούσε κανείς να θέσει το ερώτημα: «Μα γιατί να περικυκλωθεί η Ρωσία, αφού ήταν αυτή που ήταν τότε;». Η απάντηση δεν άργησε να έρθει και να δικαιώσει, τρόπω τινί, τη σπουδή της Δύσης (και ειδικότερα του ΝΑΤΟ και της ΕΕ) να «πατήσει πόδι» στο κατώφλι της ρωσικής «αρκούδας»…

Η αλλαγή της πολιτικής και πολιτειακής ηγεσίας που επήλθε από το 1999, με την είσοδο στην πολιτική σκηνή της Ρωσίας του Βλαντίμιρ Πούτιν, αρχικά ως Πρωθυπουργού, αργότερα ως εκτελούντα χρέη Προέδρου της χώρας και, τέλος, ως εκλεγμένου προέδρου της Ρωσικής Ομοσπονδίας άλλαξε άρδην την κατάσταση. Η Ρωσία άρχισε να κάνει βήματα προς τη χαμένη της εθνική κυριαρχία και αξιοπρέπεια, η οικονομία της άρχισε να αναπτύσσεται περισσότερο αυτόνομα από την εποχή Γέλτσιν, των μαζικών εισαγωγών και της καταστροφής του παραγωγικού ιστού της (συν το ξεπούλημα που είχε υποστεί ο εθνικός της πλούτος προς το ξένο μεγάλο κεφάλαιο), ενώ σε γεωπολιτικό επίπεδο άρχισε και πάλι να θέτει ερωτήματα γύρω από τη διεθνή κατάσταση και την τροπή που έπαιρναν τα πράγματα ελέω της «μονοκρατορίας» των ΗΠΑ. Ο περίφημος λόγος του Βλαντίμιρ Πούτιν στις 10 Φεβρουαρίου 2007 στη Διάσκεψη για τη Διεθνή Ασφάλεια στο Μόναχο της Γερμανίας, ήταν ουσιαστικά το «εναρκτήριο λάκτισμα» για μια εντελώς διαφορετική προσέγγιση, από πλευράς Ρωσίας, της διεθνούς πολιτικής κατάστασης. Με τη διακήρυξη της ανάγκης για έναν νέο, πολυπολικό κόσμο ισότιμης συνεργασίας των κρατών, ο Πούτιν έθεσε εαυτόν (εις γνώσιν του, βεβαίως) στο στόχαστρο του δυτικού κόσμου και από ηγέτης της μεγαλύτερης σε έκταση χώρας του κόσμου μετατράπηκε, διαμέσου των δυτικών ΜΜΕ, σε έναν στυγνό και απολυταρχικό «δικτάτορα» με όλα τα… «παρελκόμενα». Αλλά αυτό είναι ένα θέμα που θα μπορούσε να μας απασχολήσει σε κάποιο άλλο, εξειδικευμένο άρθρο.

Επιστρέφοντας στο θέμα του άρθρου μας, είδαμε τη Ρωσία να εισέρχεται με επιτυχία σε πεδία που τα προηγούμενα χρόνια δεν τολμούσε καν να το κάνει, αποδεικνύοντας ότι σε στρατιωτικό και διπλωματικό επίπεδο είναι κάτι περισσότερο από μια υπολογίσιμη παγκόσμια δύναμη. Έχοντας αντιμετωπίσει νωρίτερα με επιτυχία τον «εσωτερικό εχθρό»-τρομοκρατία (Τσετσενία και αλλού), η Ρωσία επιλύει μέσα σε 6 μέρες τη διένεξη ανάμεσα στη Γεωργία και τη Νότια Οσετία (και ακολούθως και την Αμπχαζία), με τον περίφημο πόλεμο 8-8-8 (8 Αυγούστου 2008 η μέρα έναρξης): σε 6 μέρες οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις έφτασαν 13 χλμ μακρά από το Τμπιλίσι, πρωτεύουσα της Γεωργίας, υποχρεώνοντας τον ανεκδιήγητο τότε Πρόεδρο της χώρας αυτής (και νυν φυλακισμένο για εσχάτη προδοσία) Μιχαήλ Σαακασβίλι σε ταπεινωτική ήττα και συνθηκολόγηση. Μερικά χρόνια αργότερα, το 2014, χάρη σε μία επιχείρηση-«αλφάδι» στην Κριμαία, χωρίς να πέσει ούτε μία τουφεκιά και χωρίς να υπάρξουν νεκροί από στρατιωτικές συγκρούσεις, «απενεργοποιεί» τις ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις στην Κριμαία και διασφαλίζει τη διεξαγωγή του Δημοψηφίσματος που οδήγησε τη χερσόνησο στην ανεξαρτητοποίηση από την Ουκρανία και την προσχώρησή της στη Ρωσία.

Το 2015 η Ρωσία προσκαλείται από την (παραπαίουσα, τότε, πλην νόμιμη) κυβέρνηση Άσαντ στη Συρία να βοηθήσει στην αντιμετώπιση των «χασάπηδων» του Ισλαμικού Κράτους, αλλά και τις εξωτερικές επεμβάσεις από απρόσκλητους «μουσαφίρηδες» τύπου ΗΠΑ και ΝΑΤΟ, Τουρκίας κοκ. Μέσα σε ελάχιστο, αναλογικά, χρονικό διάστημα, οι ρωσικές δυνάμεις στη Συρία, συνδυάζοντας στοχευμένες στρατιωτικές δράσεις με εντατική διπλωματική δραστηριότητα, κατάφεραν όχι μόνο να εκμηδενίσουν, στην πράξη, στρατιωτικά το Ισλαμικό Κράτος και τις «παραφυάδες» του, αλλά να πετύχουν και ένα πρωτοφανές για τα δεδομένα της Συρίας consensus (συναντίληψη) ανάμεσα σε εσωτερικές δυνάμεις οι οποίες μέχρι πρόσφατα σφάζονταν (κυριολεκτικά) μεταξύ τους στα πεδία των μαχών.

Η επιτυχημένη εμπλοκή της Ρωσίας στην επίλυση περιφερειακών συγκρούσεων στον ευρύτερο περίγυρό της θορύβησαν τη «συλλογική Δύση» σε τέτοιο βαθμό, που άρχισε πλέον να κινεί «γη και ουρανό» προκειμένου να περιορίσει την επιδραστικότητα της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής, αλλά και να επιφέρει καίρια κτυπήματα εναντίον της σε άλλους τομείς, ώστε να τη φθείρει κυρίως οικονομικά και να την εξαναγκάσει (έτσι το συνέλαβαν) να ασχοληθεί κυρίως με «τα του οίκου της», περιορίζοντας τη διεθνή της παρουσία. Οι οικονομικές και πολιτικές κυρώσεις της Δύσης κατά της Ρωσίας τα τελευταία 8 χρόνια, συνήθως για «ψύλλου πήδημα» (κοινώς για ζητήματα είτε εμφανώς χαλκευμένα, είτε εντελώς επουσιώδη) είναι το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής.

Μόνο που λογάριασαν, σε όλα αυτά, χωρίς τον «ξενοδόχο», δηλαδή την ίδια τη Ρωσία. Η Ρωσία του σήμερα απέχει παρασάγγας από τον δειλό εκείνο «γίγαντα», του οποίου ο Υπουργός Εξωτερικών (Α. Κόζιριεφ) ρωτούσε στα ‘90ς τον Χένρι Κίσινγκερ για το «ποια έπρεπε να είναι τα εθνικά συμφέροντα της Ρωσίας». Η Ρωσία του σήμερα γνωρίζει άριστα όχι μόνο το ποια είναι τα εθνικά της συμφέροντα, αλλά και πώς θα τα υπερασπιστεί και θα τα διεκδικήσει στην παγκόσμια πολιτική αρένα. Επιπλέον έχει αναπτύξει τα κατάλληλα «αντισώματα» ενάντια στις επαναλαμβανόμενες κυρώσεις εναντίον της, ώστε το αρχικό μειονέκτημα από την εφαρμογή τους να το μετατρέψει σε δικό της πλεονέκτημα. Η τόνωση της εγχώριας παραγωγής στους βασικότερους τομείς της οικονομίας και η σταδιακή «απεξάρτηση» από τους υδρογονάνθρακες σε ό,τι αφορά στις πηγές εσόδων του ρωσικού κρατικού προϋπολογισμού είναι δύο από τα τα αποτελέσματα που «κατόρθωσαν» (διότι περί κατορθώματος πρόκειται) να προκαλέσουν οι Δυτικοί με τις κυρώσεις τους κατά της «αρκούδας»…

Και ερχόμαστε, λοιπόν, πίσω στο βασικό μας θέμα: η «ρεμούλα» της Δύσης να τιμωρήσει τη Ρωσία επειδή εκείνη έχει βρει τους τρόπους ν’ αυξήσει τη διεθνή της επιρροή είχε ως αποτέλεσμα την – πέρα από τις συνηθισμένες αντοχές – επιδείνωση στις σχέσεις μαζί της, σε βαθμό που οι συνεννοήσεις που είχαν επιτευχθεί τα προηγούμενα χρόνια σε επίπεδο «υψηλής» πολιτικής και διπλωματίας να κινδυνεύουν να ακυρωθούν μέχρι την τελευταία.

Οι απελάσεις διπλωματικών αντιπροσωπειών ένθεν κακείθεν, η ακύρωση, επί της ουσίας, των παρατηρητηρίων του ΝΑΤΟ στη Μόσχα και της Ρωσίας στις Βρυξέλλες αντίστοιχα, οι κατηγορίες περί δήθεν «ρωσικής επιθετικότητας», επειδή οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις… τολμούν να πραγματοποιήσουν στρατιωτικές ασκήσεις… εντός της επικράτειας της χώρας τους και σε απόσταση τουλάχιστον 200 χιλιομέτρων από τα πλησιέστερα σύνορα μέ χώρα-μέλος ή σύμμαχο του ΝΑΤΟ, η αντεπίθεση της Μόσχας, που ζητά (ή, μάλλον, απαιτεί πλέον) έγγραφες και νομικά τεκμηριωμένες δεσμεύσεις από το ΝΑΤΟ ότι δεν θα επεκταθεί περαιτέρω προς Ανατολάς (με αιχμή του δόρατος, φυσικά, την Ουκρανία και τη Γεωργία), είναι μερικά μόνο από τα επεισόδια του διεθνούς διπλωματικού «δράματος» που παρακολουθούμε εδώ και αρκετό καιρό. Αν προσθέσουμε ως «κερασάκι στην τούρτα» τον λεγόμενο «πόλεμο των υδρογονανθράκων», με «πέτρα του σκανδάλου» τον αγωγό φυσικού αερίου Nord Stream-2, αντιλαμβανόμαστε ότι τα πράγματα πάνε κάτι περισσότερο από… χάλια.

Η κατάσταση έφτασε κυριολεκτικά στο απροχώρητο, οπότε κάποια πιο «κρύα» κεφάλια άρχισαν να σκέφτονται τρόπους αποκλιμάκωσης της κρίσης. Μόνο που εδώ δεν έχουμε απέναντι στη «συλλογική Δύση» μια Ρωσία αδύναμη και δειλή. Αλλά μια χώρα που διεκδικεί με αξιώσεις τη δική της θέση στην παγκόσμια γεωπολιτική αρένα, χωρίς ωστόσο να χώνει τη μύτη της εκεί που δεν την σπέρνουν… Αυτό το τελευταίο είναι που χαλάει το «αφήγημα» της Δύσης, που θα ήθελε πολύ να πετύχει ένα συμβιβασμό με τη Ρωσία, αλλά με τους δικούς της όρους. Η ισοτιμία στις διεθνείς σχέσεις, για να το πούμε κομψά, δεν είναι και το καλύτερο της «συλλογικής Δύσης» και πολύ περισσότερο των χωρών που επηρεάζονται άμεσα από τον αγγλοσαξονικό τρόπο σκέψης (εύκολο να καταλάβει κανείς για ποιες χώρες γίνεται λόγος). Είναι αυτό που αποτυπώνεται γλαφυρά με τη φράση ότι «δεν αντέχεται το 50-50». Από τη μία, λοιπόν, η Δύση επιθυμεί αποκλιμάκωση των σχέσεών της με τη Ρωσία, αφού τρέμει στην ιδέα μιας μεγαλύτερης ή μικρότερης κλίμακας στρατιωτικής σύγκρουσης, από την άλλη όμως θέλει να φανεί ως ο «καλός» της υπόθεσης, αφήνοντας στη Ρωσία (τι άλλο;;;) τον ρόλο του «κακού». Αυτή, λοιπόν, η εσωτερική αντίφαση στους κόλπους των πολιτικών και οικονομικών ελίτ της Δύσης είναι που οδηγεί σε, φαινομενικά τουλάχιστον, αλλοπρόσαλλες, πλην όμως αρκετά προβλέψιμες δηλώσεις και κινήσεις τους πολιτικούς της εκπροσώπους.

Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Άντονι Μπλίνκεν προσέρχεται στο τραπέζι του διαλόγου με τη Ρωσία, κρατώντας στα χέρια του ένα μεγαλοπρεπές… τίποτα, ή, έστω, έναν άδειο φάκελο, ως απάντηση στις ρητές και ξεκάθαρες αξιώσεις της Μόσχας για γραπτές και νομικά ισχυρές και τεκμηριωμένες δεσμεύσεις για μη επέκταση του ΝΑΤΟ προς την Ουκρανία και τη Γεωργία. Η μέχρι τώρα απάντηση της συλλογικής Δύσης κυμαίνεται ανάμεσα στο «εμείς αποφασίζουμε ποιον θα δεχθούμε και ποιον όχι στο ΝΑΤΟ», μέχρι το «εάν επιτεθεί η Ρωσία και πάλι (συγκρατείστε το αυτό το «και πάλι»), τότε θα υποστεί πολύ βαριές συνέπειες».

Οι «λεονταρισμοί» της συλλογικής Δύσης θα οδηγήσουν τον Μπλίνκεν στην άκρως προβλέψιμη κίνηση να προσέλθει στις σημερινές (21/01) συνομιλίες της Γενεύης χωρίς καμία γραπτή (έστω και αρνητική) απάντηση στα αιτήματα της Ρωσίας, προσπαθώντας να παραπέμψει την ουσιαστική επίλυση των διαφορών μαζί της σε χρόνο… μέλλοντα αόριστο… Μόνο που η Ρωσία έχει βαρεθεί, πλέον, να περιμένει και στους κόλπους της πολιτικής και στρατιωτικής της ηγεσίας έχουν αρχίσει να κερδίζουν έδαφος οι απόψεις ότι η Ρωσία πρέπει ν’ αναλάβει την πρωτοβουλία των κινήσεων και να υποχρεώσει, ουσιαστικά, τη Δύση να δώσει απαντήσεις υπό την πίεση των καταστάσεων και, κατά κανόνα, διόλου ευχάριστες για την ίδια (τη Δύση)…

Μια κίνηση-έκπληξη που πιθανόν να φέρει ο Σεργκέι Λαβρόφ στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, είναι η νομική αναγνώριση των δύο Λαϊκών Δημοκρατιών του Ντονμπάς, κάτι που θα νομιμοποιήσει και θεσμικά κάθε είδους διμερή επαφή και σχέση της Μόσχας με το Ντονιέτσκ και το Λουγκάνσκ. Επιπλέον, δίνει το νομικό όπλο στον εαυτό της και στις δύο Λαϊκές Δημοκρατίες για την επίσημη πρόσκληση ρωσικών ενόπλων δυνάμεων στο έδαφός τους, κάτι που μέχρι σήμερα δεν έχει συμβεί ποτέ, παρά τις αναπόδεικτες κραυγές και οιμωγές του Κιέβου και των πατρώνων του περί του αντιθέτου. Επιπλέον, οι Συμφωνίες του Μινσκ τίθενται de facto στο περιθώριο, χωρίς ωστόσο η ρωσική πλευρά να παραβιάζει απολύτως τίποτε, αφού σύμφωνα με αυτές αποτελεί εγγυήτρια δύναμη και όχι αντιμαχόμενη πλευρά. Σε τελική ανάλυση, οι Συμφωνίες του Μινσκ δεν έχουν εφαρμοστεί ποτέ (με εξαίρεση – εν μέρει – την ανταλλαγή αιχμαλώτων μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών) με αποκλειστική ευθύνη του Κιέβου, το οποίο κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του για να τις οδηγήσει στις καλένδες της ιστορίας. Και το οποίο, υπό το φόβο των νεοναζιστικών παραφυάδων που το ίδιο συντηρεί και στηρίζει, αντί να οδηγεί τα πράγματα στην αποκλιμάκωση και την ειρήνευση, τα οδηγεί στον πόλεμο και τον αλληλοσπαραγμό.

Τυχόν νομική αναγνώριση των δύο Λαϊκών Δημοκρατιών από τη ρωσική Κρατική Δούμα (Βουλή) είναι σε θέση να προκαλέσει αλυσιδωτές αντιδράσεις σε γεωπολιτικό και διπλωματικό επίπεδο. Και αν για τη Ρωσία κάτι τέτοιο αποτελεί ένα «λελογισμένο ρίσκο» για όλους τους λόγους που προαναφέραμε, για τη Δύση πιθανόν να αποτελέσει έναν ισχυρό «πονοκέφαλο», για τον οποίο η Επιστήμη ακόμη δεν έχει βρει το «παυσίπονο». Όταν η πολιτική και η διπλωματία κινούνται όχι από την ορθή αντίληψη της πραγματικότητας, αλλά από ιδεοληψίες και προκατασκευασμένες «αλήθειες», αφενός γίνεται προβλέψιμη, αφετέρου αναποτελεσματική. Ο αντίθετος δρόμος είναι αυτός του ρεαλισμού και της σωφροσύνης. Αυτόν το δρόμο δείχνει μέχρι σήμερα ν’ ακολουθεί η Ρωσία· ίσως όχι μόνο, αλλά σίγουρα κυρίως αυτή. Και, όσο κι αν φαίνεται περίεργο, ο δρόμος αυτός κρύβει πολύ περισσότερες εκπλήξεις για τους αντιπάλους τους, απ’ ό,τι μπορεί κανείς να φανταστεί…

Πηγή: ΚΟΣΜΟΔΡΟΜΙΟ

Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου